TΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΖΙΑΜΠΑΖΗ
Ο Γενάρης είναι ο μήνας των εκλογών και στις δυο κοινότητες. Οι Κύπριοι θα εκλέξουν τους άρχοντες που θα τους κυβερνούν. Το Κυπριακό συζητείται μεν στις εκλογές, αλλά κανένας δεν προτείνει ενέργειες για να σπάσει το αδιέξοδο και να ανοίξει ο δρόμος για λύση. Κανένας Ελληνοκύπριος ηγέτης δεν χρησιμοποίησε το Σπίτι της Συνεργασίας για να προσκαλέσει Τουρκοκύπριους πολίτες και να τους ενημερώσει για τις θέσεις του στο Κυπριακό και άλλα αμοιβαίου ενδιαφέροντος θέματα. Ούτε και οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες το θεωρούν αυτό αναγκαίο. Με άλλα λόγια, είναι δυο κοινότητες που ισχυρίζονται ότι επιθυμούν να ζήσουν μαζί, αλλά δεν γνωρίζει η μια τι ποιεί η άλλη. Ο απόλυτος πολιτικός διαχωρισμός. Πώς λοιπόν θα λυθεί το πρόβλημα;
Σ’ αυτό το άρθρο θα καταθέσω μερικές σκέψεις οι οποίες πιθανόν να προβληματίσουν κάποιους που είναι σε θέση να σπρώξουν το Κυπριακό προς τη λύση του:
1. Εισηγούμαι οι εγγυήτριες δυνάμεις να ακολουθήσουν τις εμπειρίες που αποκτήθηκαν από τις διαβουλεύσεις του 1959 και οι οποίες οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τώρα βέβαια δεν έχουν να ιδρύσουν κράτος, αλλά να εξαγγείλουν τις αποφάσεις τους όσον αφορά τα θέματα που αφορούν τις ίδιες και στα οποία εμπλέκονται άμεσα. Ενέργειες που απορρέουν από τις πρόνοιες του Συντάγματος του 1960. Καλώ τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν τη μυστική διπλωματία και να καταλήξουν στα πιο κάτω: να διαπραγματευτούν τα θέματα των εγγυήσεων και της παρουσίας των στρατιωτικών τους αγημάτων και να ανακοινώσουν τη συμφωνία τους στους ηγέτες των δυο κοινοτήτων ως τετελεσμένο γεγονός. Αν τους εμπλέξουν σ’ αυτές τις διαβουλεύσεις δεν πρόκειται να καταλήξουν ποτέ. Θα συζητούν για άλλα πενήντα χρόνια.
2. Να θέσουν εύλογο χρονικό όριο κατάληξης των δικοινοτικών συνομιλιών, οι οποίες θα επιλύσουν τα θέματα της εσωτερικής δομής του κυπριακού κράτους. Αν σ’ αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα οι δυο ηγέτες των κοινοτήτων δεν καταλήξουν, οι ίδιες οι εγγυήτριες δυνάμεις με τη βοήθεια του γ.γ. του ΟΗΕ να επεξεργαστούν τη μορφή της εσωτερικής δομής, δηλαδή την εδαφική επικράτεια κάθε ομόσπονδου κρατιδίου, όπως και τα θέματα που αφορούν τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των θεσμικών του οργάνων.
3. Να αποφύγουν τη διενέργεια δημοψηφίσματος και να προχωρήσουν στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων, όπως έγινε και το 1959. Να προκηρυχθούν εκλογές και να προχωρήσουν οι ρυθμίσεις που αφορούν τη λειτουργία της κυπριακής ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των θεσμικών της οργάνων. Τα δημοψηφίσματα δεν είναι ο μοναδικός και αποκλειστικός τρόπος έκφρασης της πολιτικής βούλησης ενός λαού για την αποδοχή της συμφωνίας.
Αν εισηγούμαι πρωτοβουλίες που θα πρέπει να αναλάβουν οι εγγυήτριες δυνάμεις είναι επειδή: α) οι Κύπριοι έχουν αποδείξει ότι έχουν προσαρμοστεί στο status quo και με κανέναν τρόπο δεν ευνοούν τη λύση, επειδή θα αφαιρέσει εξουσίες από τους ηγέτες κάθε κοινότητας προς όφελος της κεντρικής κυβέρνησης, γεγονός που δεν ευνοεί το εδραιωμένο κατεστημένο των εθνικιστών και στις δυο κοινότητες, β) ο ΟΗΕ έχει με διπλωματικό τρόπο αποσυρθεί από την υπόθεση που αποκαλείται «Κυπριακό». Αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τον τελικό λόγο του Γκουτέρες στο Κραν Μοντανά, όπου δήλωσε στους Κυπρίους να τον καλέσουν από κοινού για να αναλάβει νέα πρωτοβουλία, όταν θα είναι έτοιμοι. Δυστυχώς οι ηγέτες δεν επιθυμούν να υλοποιήσουν τέτοια πρόταση. Ο κ. Αναστασιάδης, ενώ δηλώνει έτοιμος για συνομιλίες, προβάλλει όρους ένα βουνό, ακριβώς για να μην εξαναγκαστεί να πάει σε συνομιλίες. Το ίδιο κάνει και η τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Γι’ αυτό καλώ τις εγγυήτριες δυνάμεις να αναλάβουν πρωτοβουλίες, για να οδηγήσουν το Κυπριακό σε λύση. Αυτή θα είναι μια έμπρακτη βοήθεια προς τους Κυπρίους, αλλά θα ανοίξουν και νέες προοπτικές στις σχέσεις Τουρκίας και Ελλάδας, που υποφέρουν από τη συνεχή αντιπαράθεση, εξαιτίας του Κυπριακού. Η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα είναι μια ευκαιρία να αποδείξουν οι δυο κυβερνήσεις ότι έχουν τη βούληση να προωθήσουν στη λύση του το πρόβλημα. Έχουν ευθύνη έναντι των λαών τους που ταλαιπωρούνται για πάνω από μισό αιώνα και έναντι των κοινοτήτων της χώρας μας. Ας δώσουν ένα τέλος σ’ αυτή την παράνοια της αντιπαράθεσης και του διαχωρισμού που επικρατεί στο νησί μας. Στο μέλλον εμείς οι Κύπριοι θα τους ευγνωμονούμε.