Ένα θεμελιώδες λάθος της πολιτικής που ακολουθούμε, εδώ και 40 χρόνια, είναι η απατηλή προσδοκία ότι –κάποτε, επιτέλους– θα καμφθεί η τουρκική αδιαλλαξία, στην οποία κατά γενική ομολογία οφείλεται η μη λύση του Κυπριακού. Η τουρκική αδιαλλαξία, όμως, δεν είναι σύμπτωμα, είναι επιλεγμένη πολιτική γραμμή και μέσο προώθησης των τουρκικών στόχων. Γι' αυτό είναι ματαιοπονία να αναμένουμε ότι προτάσσοντας επιχειρήματα ή προβαίνοντας σε παραχωρήσεις προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα θα καμφθεί η αδιαλλαξία της Τουρκίας.
Πρόσφατα (7/9/2017), ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, με αφορμή το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά, δήλωσε πως «άλλες είναι οι βουλές της Άγκυρας, είναι ο έλεγχος ολόκληρης της πατρίδας μας». Σε ανάλογη διαπίστωση προέβησαν, με διάφορες αφορμές, σχεδόν όλοι οι πολιτικοί μας ηγέτες, πέρα από τα σαφή μηνύματα Τούρκων αξιωματούχων και ερευνητών, που μας αποστέλλονται από τη δεκαετία του 1970.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που διαπιστωμένος στόχος της Τουρκίας είναι ο έλεγχος ολόκληρης της νήσου, είναι παντελώς ανώφελο να ελπίζουμε ότι συνομιλώντας θα καταλήξουμε σε λύση. Γιατί καμιά φόρμουλα λύσης δεν πρόκειται να γίνει δεκτή από την Άγκυρα ενόσω δεν εξυπηρετεί τον βασικό στόχο της, που ολοφάνερα είναι ο πλήρης και αποτελεσματικός έλεγχος της Κύπρου.
Το να επαναρχίσουν, λοιπόν, οι συνομιλίες… «απ' εκεί που έμειναν, στο Κραν Μοντανά», όπως προτείνουν, ο απερχόμενος κ. Αναστασιάδης και ο “επερχόμενος” κ. Μαλάς, σημαίνει απλώς ότι θα συντηρήσουν μια ατέρμονη θνησιγενή διαδικασία, η οποία εξυπηρετεί την περαιτέρω παγίωση των τετελεσμένων της κατοχής, χωρίς να προοιωνίζεται οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη. «Το να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά και κάθε φορά να περιμένεις διαφορετικό αποτέλεσμα είναι ο ορισμός της βλακείας», έλεγε ο Αϊνστάιν.
Συνεπώς, αν θέλουμε πραγματικά να οδηγήσουμε το Κυπριακό σε κάποια τροχιά επίλυσης, πρέπει να ξεφύγουμε από την πεπατημένη των χωρίς προοπτική παράλληλων μονολόγων και να τολμήσουμε μια διαφορετική πολιτική γραμμή. Να επιδιώξουμε έναν πραγματικό και όχι κατ' επίφαση διάλογο και να διαπραγματευτούμε στη βάση ενός κανονικού και φυσιολογικού κράτους, όπως είναι όλα τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ, στην οικογένεια της οποίας ανήκουμε ως ισότιμο μέλος.
Ο Ροΐδης έλεγε πως «οι Έλληνες προτιμούν συνήθως την ομαλωτέραν οδόν, έστω και άγουσαν εις βάραθρον». Προφανώς, αυτή τη βολική οδό προτιμήσαμε κι εμείς: την εύκολη οδό των συνομιλιών, τρεφόμενοι με τη φρούδα ελπίδα ότι μια μέρα θα συμφωνήσουμε. Ευάρεστη ελπίδα, αλλά απατηλή…
Ο Νικόλας Παπαδόπουλος, στη «Νέα Στρατηγική» του, εισηγείται αλλαγή του τρόπου και της βάσης που διεξάγονται οι συνομιλίες. Αυτή η αλλαγή στη διεκδικητική τακτική είναι σήμερα η μόνη πορεία που προσφέρεται, αν θέλουμε να ελπίζουμε βάσιμα ότι θα ξεφύγουμε από τον εφιάλτη της «λύσης», που προδιαγράφει η ακολουθούμενη πορεία των δήθεν διαπραγματεύσεων.
Βεβαίως, το να αλλάξουμε το περιεχόμενο των συνομιλιών από τη βάση της συνομοσπονδίας, όπως –ομολογημένα από τουρκικής πλευράς– διεξάγονται τώρα οι συνομιλίες και να συζητήσουμε στη βάση ενός σύγχρονου ομοσπονδιακού συστήματος, δεν θα είναι μια απλή υπόθεση. Θα είναι δύσκολη και κοπιώδης επιχείρηση, που απαιτεί επιδεξιότητα, αποφασιστικότητα, επιμονή, πίστη. Είναι η λεγόμενη “στενή πύλη”, η πύλη της ζωής, που είναι πιο δύσβατη από την “πλατείαν πύλην και ευρύχωρον οδόν της απώλειας” – και της υποτέλειας στην τουρκική υποταγή. Δεν είναι η «ομαλωτέρα οδός», αλλά είναι η μόνη σωστική.
Κι αυτό δεν είναι θρησκευτική παραβολή. Είναι η απλή, ωμή κι ανελέητη πραγματικότητα.