Τα τελευταία δύο χρόνια, κυβέρνηση και ΔΗΣΥ προτάσσοντας την έξοδο της χώρας από την ύφεση προσπαθούν να καλλιεργήσουν την εικόνα ενός κράτους που αφήνει πίσω τις παθογένειες του παρελθόντος, εκσυγχρονίζεται, και να παρουσιάσουν την επανεκλογή Αναστασιάδη ως προϋπόθεση για συνέχιση αυτής της πορείας.
Στο πλαίσιο αυτό, ήταν η σειρά του Μιχάλη Σοφοκλέους με άρθρο του «το χαμόγελο στην Κύπρο επιστρέφει» να επικαλεστεί αυτή την εικονική πραγματικότητα, ανάγοντας τον πολίτη σε πρωταγωνιστή και αναδεικνύοντας, μέσω αυτού, τον ρόλο της κυβέρνησης: «Τα τελευταία πέντε χρόνια, εξήγησε, γράφτηκε μια ιστορία ελπίδας». «Ο λαϊκισμός, η αδυναμία αντίληψης των πραγματικοτήτων, είχαν φέρει τον λαό με την πλάτη στον τοίχο, αλλά (οι πολίτες) πήραν την τύχη τους στα χέρια τους. Με τις θυσίες τους… Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σήκωσε το βάρος της ευθύνης και της καθοδήγησης… Κάναμε αυτό που έπρεπε». Το πρόβλημα είναι πως τα δεδομένα, στα οποία να μπορεί να στηριχθεί μια τέτοια ανάγνωση, έχουν αλλάξει.
«Καθοδηγήσαμε τη χώρα με ασφάλεια εκτός ύφεσης. Με ορθολογιστική διαχείριση… συμμαζέψαμε τις δαπάνες… νοικορυρέψαμε τα οικονομικά μας, (ξαναμπαίνουμε) πιο υγιείς στον διεθνή ανταγωνισμό», γράφει. H οικονομία όντως έχει μπει σε πορεία ανάπτυξης, βοηθούμενη και από κάποιες θετικές συγκυρίες και ευκαιριακές πολιτικές. Η διαπίστωση όμως ότι βγήκαμε με ασφάλεια από την ύφεση, είναι εντελώς αυθαίρετη. Συνεχίζουμε να έχουμε τον υψηλότερο ιδιωτικό δανεισμό στην ΕΕ, τα δημόσια οικονομικά παραμένουν εύθραυστα. Συμμαζέψαμε τις δαπάνες, δεν νοικοκυρέψαμε όμως τα οικονομικά μας. Κρατικοδίαιτοι οργανισμοί χωρίς οποιαδήποτε προσφορά και με ζημιές εκατομμυρίων συνεχίζουν να λειτουργούν. Τη στιγμή που δεν έχουμε αρχίσει καν να αποπληρώνουμε το δάνειο, η κυβέρνηση προχωρά σε επιστροφή μισθών-ωφελημάτων στα προ 2013 επίπεδα. Ούτε βέβαια η διαχείριση υπήρξε ορθολογιστική. Αντίθετα, αν κάτι έκανε με συνέπεια αυτή η κυβέρνηση ήταν να στέκεται απέναντι από τον ορθολογισμό (και το κοινό συμφέρον). Όπως τότε με το εφάπαξ των δημοσίων υπαλλήλων, όταν στην κορύφωση της κρίσης που διέλυσε τον παραγωγικό ιστό μια συνάντηση με τους συντεχνιακούς ήταν αρκετή για να ανατρέψει την αρχική πρόθεση αυτό να δοθεί σε δόσεις ώστε να στηριχθούν ομάδες που είχαν ανάγκη. Όταν με την ανεργία στο 13% επανέφερε προνόμια στους δημόσιους υπαλλήλους νωρίτερα απ’ ό,τι προνοούσε η συμφωνία μαζί τους. Με τη διαχείριση των cyta και Αρχής Λιμένων. Η χώρα «ξαναμπαίνει στον διεθνή ανταγωνισμό» με όλες τις παθογένειες που την οδήγησαν στη χρεοκοπία.
«Mε αλληλεγγύη ενδυναμώνουμε το κοινωνικό κράτος», «εξασφαλίζουμε… καλύτερη παιδεία για όλους», «εκσυγχρονίζουμε την πολιτεία», γράφει ο Μιχάλης. Η Κύπρος, όμως, βρίσκεται, σύμφωνα με την Κομισιόν, ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη οικονομική ανισότητα. Προφανώς και αυτό είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης της οικονομίας, για την οποία κάποιος μπορεί να πει ότι η νυν κυβέρνηση ευθύνεται λιγότερο. Οι δύο τελευταίοι μήνες, όμως, ήταν ενδεικτικοί των προτεραιοτήτων που εξ αρχής έθεσε. Με την ανεργία 5% πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και μεγάλο μέρος της κοινωνίας στα όρια της φτώχειας, προχώρησε σε νέες προσλήψεις και προαγωγές, επιχορήγησε τα ταμεία προνοίας με επιπλέον 166 εκατομμύρια, υπέγραψε συμφωνία για επαναφορά της ΑΤΑ. Το ίδιο διάστημα μείωνε τα σχέδια ανέργων και έκοβε επιδόματα. Αυτή η κυβέρνηση που, σύμφωνα με τον Μιχάλη, με αλληλεγγύη ενδυνάμωσε το κοινωνικό κράτος, είναι αυτή που την τελευταία πενταετία αμφισβητώντας κάθε έννοια αλληλεγγύης και ίσης μεταχείρισης ενέδωσε σε κάθε παράλογο συντεχνιακό «θέλω». Που παρακάμπτοντας αρμόδιες υπηρεσίες πέρασε από το Υπουργικό περίεργες (τουλάχιστον) απαιτήσεις επιχειρηματιών. Είναι η πρώτη κυβέρνηση της χώρας που ανακάλεσε απόφαση λόγω ύπαρξης αρχαιοτήτων για να χτίσει ο Αρχιεπίσκοπος 14όροφο κτήριο. Η κυβέρνηση που εκσυγχρονίζει την πολιτεία και εξασφαλίζει καλύτερη παιδεία, που διατήρησε τις εκκλησιαστικές «προσβάσεις» στο υπουργείο και άφησε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (θυματοποιώντας τον αυριανό πολίτη) για να μην ενοχληθούν οι συντεχνίες.
Τίποτε όμως δεν καταδεικνύει καλύτερα την αδυναμία της κυβέρνησης να κάνει αυτό που σύμφωνα με τον ίδιο οδήγησε τον λαό στον τοίχο: να αντιληφθεί τις πραγματικότητες από την τοποθέτησή του στο Κυπριακό. «Φτάσαμε πιο κοντά από ποτέ σε έναν έντιμο συμβιβασμό», σημειώνει, αγνοώντας ότι το Κυπριακό βρίσκεται σήμερα σε πορεία οριστικοποίησης των τετελεσμένων. Ότι η τελευταία προσπάθεια- ανεξαρτήτως ευθυνών- δεν έφερε πιο κοντά τη λύση. Επιβεβαίωσε εντός της διεθνούς κοινότητας την αίσθηση του ανέφικτου και άνοιξε ορθάνοικτα το κεφάλαιο των εναλλακτικών.
Η κυβέρνηση Αναστασιάδη διόρθωσε τους αριθμούς. Δεν άγγιξε όμως τις παθογένειες που οδήγησαν στη χρεοκοπία. Δεν άλλαξε τις δομές της οικονομίας, δεν συγκρούστηκε με επιχειρηματικά και εκκλησιαστικά κατεστημένα, δεν έβαλε τέρμα στις ιερές αγελάδες. Σε κανένα σημείο δεν έπεισε ότι μπορεί να ηγηθεί της προσπάθειας ανασυγκρότησης της χώρας. Αντί για αλληλεγγύη και δικαιοσύνη, αντί της κάθαρσης, του εκσυγχρονισμού ενός χρεοκοπημένου συστήματος, επέλεξε τη διαιώνισή του, οδηγώντας τον μέσο πολίτη σε βάναυσες προσαρμογές για να μείνουν απείραχτες οι κρατικές δομές.
Αν μη τι άλλο, η τελευταία πενταετία ήταν επιβεβαιωτική της πορείας της χώρας στην κατάρρευση. Όπως ήταν επιβεβαιωτική της ανεύθυνης διαχρονικά διαχείρισης στο Κυπριακό, του λαϊκισμού, της αυθαιρεσίας, της διαπλοκής. Της σπουδής του πολιτικού συστήματος, με κάθε τρόπο, να διασφαλίσει συνέχιση της ίδιας πορείας.
Είναι γι’ αυτό που «το χαμόγελο που επιστρέφει», δεν είναι χαμόγελο ελπίδας αλλά απόγνωσης. Μιας γενιάς που βλέπει ένα σύστημα, ακόμα και μετά τη χρεοκοπία, να κρατά τη χώρα παγιδευμένη εντός του ίδιου καταστροφικού φαύλου κύκλου και να την οδηγεί με ακρίβεια εκ νέου σε αυτήν.