Συνήθως όταν αναφερόμαστε στο «σχολείο μας», εννοούμε το τελευταίο στο οποίο φοιτήσαμε. Δηλαδή το λύκειο. Για μένα, σχολείο είναι το Δημοτικό και Γυμνάσιο Σταυρού στον Στρόβολο. Από τα ελάχιστα επί των ημερών μου, που φιλοξενούσε τάξεις από την προδημοτική μέχρι την τρίτη γυμνασίου στο ίδιο κτήριο. Εκεί για τα «παιδιά των συνοικισμών», όπως αποκαλούνταν οι πρόσφυγες που διέμεναν στα προσωρινά όπως ήθελαν όλοι να πιστεύουν καταλύματα, το περιβάλλον ήταν οικείο, τα βιώματα παρόμοια και το αίσθημα του «αποκλεισμού» σχεδόν ανύπαρκτο.
Το σχολείο ονομαζόταν αλλιώς και «προσφυγικό» γιατί, εκτός του ότι σε αυτό φοιτούσαν παιδιά από τρεις γειτονικούς συνοικισμούς (Στρόβολος 2, Στρόβολος 3 και Κόκκινες), πίσω από αυτό υπήρχε ένας από τους μεγαλύτερους σε διάρκεια χρόνου προσφυγικούς καταυλισμούς με παράγκες. Το 1980, έξι δηλαδή χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, όταν εγώ άρχισα τη φοίτησή μου στο σχολείο, ο καταυλισμός ήταν ακόμη γεμάτος με παράγκες, οι οποίες αραίωναν στην πορεία για να παραμείνουν ελάχιστες μέχρι το τέλος της φοίτησής μου στο δημοτικό. Η εκκλησία του Σταυρού ήταν παράγκα μέχρι και την αποφοίτησή μου από το γυμνάσιο.
Συνήθως, οι γεννηθέντες μετά το 1974 δεν έχουν εμπειρίες από τις μέρες που ο Ερυθρός Σταυρός επισκεπτόταν σχολεία για παροχή βοήθειας. Στο δικό μας σχολείο οι εθελοντές έρχονταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Λαμβάναμε συσσίτιο, το οποίο στο πρώτο διάλειμμα περιλάμβανε ένα κουλούρι με τυρί και πόλιμπιφ και στο δεύτερο ρυζόγαλο, ενώ κατά διαστήματα η πόρτα της τάξης κτυπούσε για να εισέλθει κάποιος εθελοντής και να ρωτήσει ενώπιον όλων, «Ποιοι από εσάς είναι πρόσφυγες;». Το χέρι ύψωνε η συντριπτική πλειονότητα του τμήματος. Αναλόγως των αναγκών ή των διαθέσιμων ειδών, παραχωρούνταν κουβέρτες ή άλλα είδη πρώτης ανάγκης.
Η μετάβαση από το γυμνάσιο στο λύκειο έφερε εμένα και αρκετούς συμμαθητές μου ενώπιον της δυσάρεστης συνειδητοποίησης του πώς αντικρίζονταν «τα παιδιά των συνοικισμών». Προσωπικά, δεν είχα ποτέ διαμείνει σε συνοικισμό, αν και είμαι παιδί προσφύγων, ωστόσο κουβαλούσα τη «ρετσινιά» της προερχόμενης από «προσφυγικό σχολείο». Κάπου στην αρχή της εφηβείας μας, λοιπόν, είχαμε αντιληφθεί ότι οι συνοικισμοί ήταν στη συνείδηση των περισσοτέρων «υποβαθμισμένες περιοχές» και τα παιδιά που έμεναν σε αυτούς «παρατημένα» ή «φτωχά» ή «δεύτερης κατηγορίας» και ήταν καλύτερα να αποφεύγεται η παρέα μαζί τους. Στη σημερινή εποχή, η διάκριση αυτή θα χαρακτηριζόταν και «μπούλινγκ». Όλα αυτά, στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Ακολούθησαν σπουδές και χρόνια απουσίας από την Κύπρο. Η επιστροφή με έφερε προ εκπλήξεως για άλλη μια φορά. Η «υποβαθμισμένη περιοχή» του Σταυρού στον Στρόβολο είχε μετατραπεί σε πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο. Τα χωράφια πίσω και μπροστά από το σχολείο μετατράπηκαν σε οικόπεδα-φιλέτα. Καφετέριες, εστιατόρια, καταστήματα περιστοιχίζουν το «προσφυγικό σχολείο» και όλο και περισσότερα νέα ζευγάρια επιλέγουν να κτίσουν κοντά σε αυτό και δίπλα από τους συνοικισμούς. Είμαι σχεδόν σίγουρη πως οι νεότεροι από εμένα, αλλά και μεγαλύτεροι διαμένοντες σε άλλες περιοχές, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι προϋπήρχε της καφετέριας στην οποία απολαμβάνουν τον καφέ τους. Και καλά κάνουν. Δεν είναι ωραία πράγματα να τα θυμάται κανείς αυτά.
*(Με αφορμή το αφιέρωμα του "Π" για τη στέγαση των προσφύγων)