Το προεδρικό διάγγελμα και το διαφαινόμενο ναυάγιο και αυτής της προσπάθειας, άνοιξαν εκ νέου τη συζήτηση ορθής διαχείρισης του Κυπριακού. Κάποιοι -αφού επιτέθηκαν στους οπαδούς της όποιας λύσης- ανέγνωσαν τις αρνητικές εξελίξεις ως επιβεβαίωση της ανάγκης για αλλαγή στρατηγικής. Κάποιοι υπέδειξαν ότι η αλλαγή αυτή θα πρέπει να αγγίξει και τη βάση λύσης. Ενώ κάποιοι άλλοι ότι είναι καιρός -μακριά από αφορισμούς- να μελετήσουμε τις επιλογές μας, υπονοώντας τη συνειδητή διατήρηση του status quo ή την επιλογή της διχοτόμησης. Κοινό στοιχείο όλων των τοποθετήσεων ήταν ότι η χώρα βρίσκεται ενώπιον δύσκολων πραγματικοτήτων λόγω της εμμονής μας σε μια στρατηγική που έχει προ πολλού αποτύχει και της αναποφασιστικότητάς μας να λειτουργήσουμε διαφορετικά.
Πότε όμως επιδιώξαμε πραγματικά αυτή τη λύση, ώστε να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δοκιμάστηκε και απέτυχε; Πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, πότε πιστέψαμε σ’ αυτήν; Πώς, με τις ενέργειές μας την κυνηγήσαμε; Μήπως επί δεκαετίας Σπύρου Κυπριανού όταν αρνούμασταν να μπούμε σε συζητήσεις και αναλωνόμασταν σε εκ του σύνεγγυς; Όταν με τη μεγαλύτερη ευκολία απορρίπταμε τις προτάσεις Κουεγιάρ (που αποδέχθηκε ο Ντενκτάς), ή το Αμερικανο-βρετανο-καναδικό σχέδιο (καθ’ υπόδειξη της Σοβ. Ένωσης); Μήπως επί Τάσσου Παπαδόπουλου όταν πρώτα αποδεχόμασταν την επιδιαιτησία και μετά κατηγορούσαμε τον γ.γ για υπέρβαση των όρων εντολής του; Δεχόμασταν το σχέδιο Ανάν ως βάση διαπραγμάτευσης, για να το απορρίψουμε τελικώς επειδή κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία; Ακόμα και την περίοδο των τελευταίων 9 χρόνων της «ρεαλιστικής διαχείρισης» για τους μεν, των «απαράδεκτων υποχωρήσεων» για τους δε, πότε με ξεκάθαρο πλάνο και χωρίς αμφιταλαντεύσεις διεκδικήσαμε μια συμφωνία; Όταν ο Δημήτρης Χριστόφιας, έχοντας επιτύχει σημαντικές συγκλίσεις με τον Ταλάτ, αρνείτο να τις κλειδώσει για να κρατήσει το ΔΗΚΟ στην κυβέρνηση, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές σήμερα να αμφισβητούνται από την τ/κ πλευρά; Ή με τον Νίκο Αναστασιάδη ο οποίος εδώ και 6 μήνες διαπραγματεύεται λες και την τελευταία 3ετία δεν πέτυχε τίποτε, αντιπολιτευόμενος τον ίδιο του τον εαυτό;
Ξεχνούν όσοι ισχυρίζονται ότι η ΔΔΟ τάχα δοκιμάστηκε και απέτυχε, μιλούν για νέα στρατηγική, για δημιουργία κόστους στην Τουρκία και την ανάγκη να καθίσει στο σκαμνί, ότι η δική τους σχολή σκέψης κυβέρνησε ή συγκυβέρνησε (και καθόρισε τη στρατηγική μας) καθ’ όλη την πορεία, πέραν της δεύτερης πενταετίας Κληρίδη, όταν και βρεθήκαμε κοντά σε λύση μέχρι που επιστρατεύτηκε ο Τάσσος για να οδηγήσει την προσπάθεια σε ναυάγιο; Γιατί όλοι αυτοί που σήμερα προβάλλουν την ανάγκη για αλλαγή πλεύσης δεν το έπραξαν όσο κυβερνούσαν; Όλοι αυτοί που δεν είναι οπαδοί της όποιας λύσης, αφού υπάρχουν άλλες επιλογές, γιατί έμειναν προσκολλημένοι στην ίδια στρατηγική, επιβεβαιώνοντάς την μάλιστα με νέα γραπτή συμφωνία; Πότε δημιούργησαν οι ίδιοι κόστος στην Τουρκία; Μήπως όταν η Τουρκία λάμβανε συγχαρητήρια (με την υπογραφή και του ίδιου του Τάσσου Παπαδόπουλου) για τη θετική της συμβολή στις προσπάθειες επίτευξης λύσης του Κυπριακού; Όταν έπαιρνε από το ΕΣ (με τη συμμετοχή μας) ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων χωρίς καμιά αναφορά στο Κυπριακό; Ή όταν άνοιγαν τα ενταξιακά κεφάλαια, το ένα μετά το άλλο; Επί Τάσσου Παπαδόπουλου και Γιώργου Λιλλήκα (που τώρα ανησυχεί για αναγνώριση των Τ/Κ) δεν ήταν που εγκρίθηκε ο κανονισμός για εμπόριο μέσω της πράσινης γραμμής, επιτρέποντας στους Τ/Κ να εμπορεύονται τα προϊόντα τους με πιστοποιητικά του τ/κ επιμελητηρίου;
Αν κάτι πληρώνουμε σήμερα δεν είναι τη λανθασμένη στρατηγική στο Κυπριακό, τις υποχωρήσεις, την εμμονή μας στη ΔΔΟ, αλλά ακριβώς την απουσία στρατηγικής. Την άρνηση μας με ρεαλισμό και ειλικρίνεια να επιδιώξουμε ένα συμβιβασμό. Το γεγονός ότι ποτέ δεν αξιοποιήσαμε τις συγκυρίες, όταν τα συμφέροντα ήταν μαζί μας (και υπήρξαν τέτοιες), θεωρώντας ότι αυτές θα ήταν πάντοτε ευνοϊκές ή τουλάχιστον όχι καταδικαστικές. Ενδεικτική αυτής της πεποίθησης ήταν και η τοποθέτηση Αναστασιάδη στο διάγγελμα σε ερώτημα για πιθανό ναυάγιο με το «δεν θα είναι η πρώτη φορά».
Αν κάτι πληρώνουμε είναι αυτή τη διαχρονική ανευθυνότητα, τα εύκολα σλόγκαν, την ατέρμονη υποκρισία μας ότι μια ιδεατή λύση είναι εφικτή. Το γεγονός ότι όλοι ανεξαιρέτως όσοι κλήθηκαν να διαχειριστούν το Κυπριακό -είτε υιοθέτησαν τη ρεαλιστική τάχα σχολή σκέψης, είτε την «πατριωτική»- λειτούργησαν ως φορείς της διατήρησης του status quo. Και οι μεν -επικαλούμενοι το «σωστό περιεχόμενο», την «ευρωπαϊκή λύση», τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε κάτι χειρότερο- και οι δε -χρησιμοποιώντας ως άλλοθι την «εθνική συνεννόηση», ώστε να μην πάρουν την ευθύνη της επανένωσης- επέλεξαν μια διαχείριση που άγγιζε τα όρια της προδοσίας. Κρατώντας τη χώρα παγιδευμένη σε μια πορεία που κλείδωνε τη διχοτόμηση, και παράλληλα αφαιρούσε από την πλευρά μας την ευχέρεια οποιουδήποτε ελέγχου ως προς την τελική της μορφή. Οδηγούσε δηλαδή σε μια μη ελεγχόμενη διχοτόμηση. Διότι το status quo ήταν το μόνο που δεν μπορούσαμε να επηρεάσουμε.
Τη στρατηγική του status quo είναι που πληρώνουμε. Δεν είναι τα αποτελέσματα της στρατηγικής των οπαδών της «όποιας λύσης» που έχουμε ενώπιόν μας σήμερα αλλά των οπαδών της όποιας διχοτόμησης. Που για 43 χρόνια έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν, επέλεγαν να μετατρέπουν τις δύσκολες αλήθειες σε εύκολα συνθήματα. Μέχρι που οι πραγματικότητες έβαλαν στην άκρη τα εύκολα συνθήματα και έφεραν μπροστά μας τις δύσκολες αλήθειες, της όποιας διχοτόμησης.