Από την αυλήν του σχολείου ακούστηκεν μια μακρόσυρτη στριγκλιά. Ααααααα... ρεεεεεε. Ήταν ο Κούλλης που το Μάμμαριν. Κυνηγούσε με ένα κομμάτιν γυαλίν τον καθηγητήν του τον Θωμάν. Πίσω του, 5-10 συμμαθητές του έτρεχαν να τον συγκρατήσουν. Ο Κούλλης εμεγάλωσεν μες στον γουμάν του παπά του. Εκεί μέσα επερνούσεν τον άπειρον χρόνον τιμωρίας. Εμιλούσεν με τες όρνιθες. Η μάνα του έτρωεν ξύλον, το ίδιον τζ'αι ο αρφός του ο μιτσής. Μπήκε στα σχολεία σαν άγριος λύκος. Που το δημοτικόν δεν άφηνε τις δασκάλες του να κάμουν μάθημαν. Οι άλλοι γονιοί διαμαρτύρονταν. Το σχολείον το έψαχνεν το ζήτημαν με ειδικούς. Η πρόνοια του έδινε σάντουιτς τζ'αι γαλατούιν κάθε διάλειμμαν. Στα 16 του ο Κούλλης δεν είχεν ηρεμήσει, αν τζ'αι μέσα-μέσα εθώρες τον να χαμογελά σε καμιάν κορούδαν. Ο Θωμάς, ο καθηγητής, ελυπάτουν τον. Κάθε πρωίν έπαιρνεν 2 σάντουιτς, έναν για τον εαυτόν του τζ'αι έναν για τον Κούλλην. Τον εσυμβούλευκεν για την ζωήν μετά το σχολείον. Φαίνεται πως τζ'αι ο Θωμάς ετράβησεν πολλά που τους δικούς του. Την μέραν της επίθεσης ο κύριος Θωμάς εμπήκεν στην τάξην χαρούμενος να κάμει το μάθημαν του. Την ώραν που επερνούσεν τις απουσίες, ο Κούλλης άνευ λόγου και αιτίας έδωκεν μιαν ππουνιάν στην τζ'αμαρίαν με τα βιβλία τζ'αι έκαμεν την λουβίθκια. Άρπαξεν που χαμαί έναν κομμάτιν γυαλίν τζ'αι εμούνταρεν τον κύριον Θωμάν. Έπιασεν τον που τον λαιμόν, ο κύριος Θωμάς -καθιστός- εν εμπορούσεν να αντιδράσει. Ο Κούλλης έσφιγγεν τον λαιμόν του με τους αγκώνες του, ο κύριος Θωμάς εκοτσ'ίνισεν τζ'αι εκόπηκεν του η αναπνοή. Οι υπόλοιποι συμμαθητές του εβουρήσαν να απελευθερώσουν τον δάσκαλον. Η σκηνή εμεταφέρθηκεν στην αυλήν. Η διευθύντρια που ψηλά είδεν την φάσην. Εφκήκεν έξω στην αυλήν αλαφιασμένη. Το διάλειμμαν εκάλεσεν κάτι ειδικούς ψυχολόγους. Αποφάνθηκαν πως η αιτία της επίθεσης ήταν η υπερβολική οικειότητα που ένιωθεν ο Κούλλης, στα όρια της λατρείας, με τον κύριον Θωμάν. Ήταν ο δάσκαλος κάτι σαν τον παπάν του. Ο κύριος Θωμάς έτρεμεν. Τα μμάθκια του ήταν γεμάτα, το ίδιον τζ'αι του Κούλλη, που μόλις συνήλθεν εχώστηκεν πίσω που την καντίναν. Τον Κούλλην αποβάλαν τον που το σχολείον τζ'αι επήεν να μάθει κάπου μιαν τέχνην. Είδα τον ύστερα που χρόνια στην πλατείαν Σολωμού να περπατά σσ'υφτός μιαν νύχταν με κρυάδα. Έπαιξα του πουρούν τζ'αι εσαιρέτησεν με. Έμαθα που κάτι πηγές πως ζ'ει μόνος του, πιο σιωπηλός που πριν. Όσο για τον κύριον Θωμάν, τον καλό μου φίλον, όποτε θωρεί βασανισμένα κοπελλούθκια βοηθά τα ακόμα παραπάνω, όσον μπορεί τζ'αι ο ίδιος.
Οι πρωταγωνιστές της πιο πάνω μικρής ιστορίας θα μπορούσαν να είναι πολλοί άλλοι στο κυπριακόν σχολείον. Τα ονόματα τους βεβαίως έν' τυχαία, μα η ιστορία πραγματική. Είναι οι ήρωες των σχολείων μας. Σε αυτούς κανένας βαθμός, καμιά μνεία δεν είναι αρκετή. Κάθε μαθητής είναι μια άκρως πολύπλοκη προσωπικότητα και με αυτούς δουλεύει ο δάσκαλος. Έν' ούλλα τούτα που κανένας επιθεωρητής, κανέναν σύστημαν δεν θα αξιολογήσει ποττέ. Έν' η αφάνεια, ο βυθός της ίδιας της κοινωνίας, σφραγισμένος πίσω που τα ψηλά σχολικά κάντζ'ελλα. Μιας κοινωνίας που νομίζει πως έν' το κέντρον της Γης.