Ευτυχώς, ναι. Γιατί κάθε φορά που μας πιάνει απελπισία με όσα συμβαίνουν εδώ σκάει μια είδηση από εκεί. Και λέμε, «απίστευτο, αλλά υπάρχουν και χειρότερα!».
Την ώρα λ.χ. που η γελοιότητα τού εδώ παραρτήματος της ναζιστικής συμμορίας της Αθήνας είχε καταφέρει να προκαλέσει κρίση στις συνομιλίες, τα αφεντικά των συγκεκριμένων στην Ελλάδα διέκοπταν τη δίκη και έβριζαν τη μάνα του Παύλου Φύσσα για τη δολοφονία του οποίου ο αρχηγός της συμμορίας τους έχει αναλάβει δημόσια την «πολιτική» (!) ευθύνη.
Ε, εντάξει. Τόσο μπουρδέλο δεν γίναμε. Ακόμα...
Ευτυχώς λοιπόν που υπάρχει η Ελλάδα. Αν αυτό είναι καλό ή κακό στην τελική, θα σας γελάσω. Διότι, εμείς, αν και δεν φτάσαμε ακόμα σε τέτοιο χάλι, τα κακά της Ελλάδας τα υιοθετούμε πολλές φορές έστω και σε μικρότερη κλίμακα και με 2-3 χρόνια καθυστέρηση, ακόμη κι αν πλέον εκείνους τους έχουν οδηγήσει σε φοβερές κακοτοπιές. Γεγονός κι αυτό.
Όπως και να έχει, τα βλέπουμε και κάποτε. Συμβαίνει κι αυτό. Και αποφεύγουμε πολλά τα οποία θα τα είχαμε κάνει. Δεν μας φτάνουν τα δικά μας κουσούρια.
Χθες, την ώρα που εμείς αγωνιούσαμε για το πώς θα κρατήσουμε έγκαιρα τα της Τσικνοπέμπτης και του πολιτισμού μας -ο οποίος ψήνεται συνήθως στα κάρβουνα όταν δεν βράζεται π.χ. στις κατσαρόλες των νοσηλευτών του Νοσοκομείου Αθαλάσσας οι οποίοι εκεί αναγκάζονται να βράζουν νερό για να πλένουν κάπως τους «πελλούς» αλλά εμάς τι μας κόφτει- την ώρα λοιπόν που εμείς ξεδιπλώναμε τον πολιτισμό που έχουμε, η Ελλάδα βίωνε μια νέα επανάσταση. Ένα ακόμη περήφανο «ΟΧΙ!».
Αυτό δεν το «είπε» βέβαια ο Μεταξάς, ένας φασίστας νάνος ο οποίος κρατούσε ημερολόγια και κατέγραφε τις ενοχές του κάθε φορά που αυνανιζόταν, ούτε το φόρτωσε στον λαό ο όποιος Τσίπρας μέσω δημοψηφίσματος, για να κάνει τα του Μεταξά χωρίς ενοχές μετά από αυτό, όπως βεβαίως έκανε και πριν αλλά ο λαός το έχαφτε μια χαρά νομίζοντας ότι θα… γονάτιζε τους δανειστές.
(Οι οποίοι κλήθηκαν να δανείσουν τα λεφτά που η Ελλάδα είχε φάει, κάτι δεκαετίες).
Το νέο «ΟΧΙ!» ήταν το όχι της Αθήνας στον οίκο Gucci. Ο οποίος ζήτησε να διοργανώσει μια επιβλητική επίδειξη μόδας στην Ακρόπολη προκαλώντας την οργή των Αρχών για το «χυδαίο» (sic) αίτημα το οποίο συνοδευόταν με ένα σεβαστό ποσό για τη χρήση του χώρου, κάτι εκατομμύρια. Ποσό το οποίο αναμφιβόλως θα μπορούσε να βοηθήσει πολλούς ανθρώπους.
Σημειωτέον ότι οποιοσδήποτε μπορεί να πάει εκεί και να κάνει την όποια φωτογράφηση με την Ακρόπολη πίσω χωρίς κανείς να του πει κάτι. Δωρεάν! Αυτό έκανε και η Jennifer Lopez η οποία φωτογραφήθηκε να αγκαλιάζει κιόλας αισθησιακά έναν κίονα, εικόνα στην οποία είμαι σίγουρος ότι έριξαν μια καλή πολλοί νεοέλληνες κάθε ηλικίας.
Αλλά, παραδόξως, δεν ενόχλησε τις ευαισθησίες κανενός. Ούτε την… ιερότητα του χώρου.
Όσοι έχουν δει επιδείξεις τέτοιων οίκων μόδας αντιλαμβάνονται ότι μιλάμε για εντυπωσιακές εκδηλώσεις. Και αυτή θα έδινε μεγάλη προβολή στην Ελλάδα η οποία, πλέον, παίζει διεθνώς μόνο σε ειδήσεις για το εάν οδηγείται πάλι στη χρεοκοπία. Θελκτικές για τον τουρίστα δεν τις λες.
Και η επίδειξη μόδας, ειδικά σ’ αυτό το επίπεδο, όσο κι αν πολλούς από εμάς δεν μας αφορά, είναι πολιτισμός. Δεν ζήτησαν να γυρίσουν τσόντα.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να περάσει το τείχος μιας χώρας τόσο αποφασισμένης να μην προχωρήσει από καμία άποψη μπροστά όσο η Ελλάδα. Μιας χώρας τραγικά εγκλωβισμένης σε τέτοιες αγκυλώσεις που την κάνουν να αντιμετωπίζει το καθετί με απόλυτη καχυποψία και να διαγράφει πάντα τον ίδιο τραγικό αλλά γνώριμο κύκλο που έχει μάθει να κάνει χωρίς να αποτολμά το παραμικρό. Την περιστροφή γύρω από τον κακό της εαυτό.
Η Εφορεία Αρχαιοτήτων απεφάνθη λέει πως εάν δοθεί τώρα η Ακρόπολη στην Gucci, «αύριο σε άλλη εταιρεία και μεθαύριο σε άλλη» (σ.σ. εδώ μπαίνουν και οι αγκυλώσεις εξ αριστερών, ασχέτως εάν σε πολλά αριστερά ερμάρια τα design κομμάτια υπάρχουν εν αφθονία και ζουν αρμονικά με τα… ταγάρια της δουλειάς) και πως «τελικά αυτό το υπέρτατο μνημείο θα καταντήσει ένα σκηνικό, κάτι που δεν θα ήθελε κανείς να δει έτσι».
Το ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να θέσουν αυστηρούς όρους για τη χρήση, μεταξύ των οποίων και η απαγόρευση διαφημιστικών συμβόλων όπως και το να ρυθμίσουν με… κανονισμούς (λέξη τρομακτική στην Ελλάδα) το σε ποιον ΑΥΤΟΙ θα δώσουν στο μέλλον -εάν και εφόσον- άδεια, ούτε που μπήκε στη συζήτηση.
Όπως και το ότι υπήρξαν κι άλλες τέτοιες επιδείξεις μόδας, στη Ρώμη επί παραδείγματι, χωρίς να θιγεί κανείς. Και χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα δοθούν… σε άλλες εταιρείες. Μιλάμε για μια επίδειξη μόδας που θα προβληθεί σε κάθε γωνιά του κόσμου. Όχι για ιδιωτικές γιορτές, κλειστές.
Αυτό και ως απάντηση στο αναμενόμενο ερώτημα για την παραχώρηση του Κουρίου στην τότε βουλευτίνα του ΔΗΣΥ. Για το οποίο είχα γράψει και εγώ. Και δεν αναιρώ το παραμικρό.
Η μόδα είναι πολιτισμός. Ειδικά σε αυτό το επίπεδο της δημιουργίας που παρουσιάζεται από τους σχεδιαστές τέτοιων οίκων. Όμως η Ελλάδα, η οποία κλείστηκε πια για τα καλά στον μικρόκοσμό της, τη σνομπάρει και αυτήν.
Και τη φοβάται, όπως φοβάται το καθετί εκτός από όλα εκείνα που θα έπρεπε: με πρώτο την έπαρσή της για τη σημασία που νομίζει ότι πρέπει να έχει στον έξω κόσμο, στη σύγχρονή της κατάσταση.
Αυτήν που δεν την αφήνει να δει πως κι αυτό που της απέμεινε, εκτός από τη φυσική ομορφιά -το αρχαίο, αυτό που ζήτησε να αναδείξει ο εν λόγω οίκος μόδας και το οποίο ελαχίστως έχει να κάνει πια με τον σύγχρονο Έλληνα- χάνεται μέρα με τη μέρα.
Στην εικόνα μιας χώρας ανήμπορης να αποβάλει το σύγχρονο παρελθόν της, τη διαφθορά, τη θρησκοληψία και όλες τις άλλες κακοδαιμονίες της.
Μιας χώρας η οποία φωνάζει για το «υπέρτατο μνημείο» (sic) μόνο επειδή το διαβάζει εθνικιστικά και ανταγωνιστικά (στο μυαλό της και μόνο αυτό) έναντι των άλλων λαών. Και προκειμένου να αποδείξει (στον εαυτό της και μόνο) ότι είναι κάτι άλλο από τους άλλους.
Όταν απλά δεν είναι πια. Και δεν θέλει να αλλάξει για να γίνει.
Δεν είμαστε και πολύ καλύτεροι εμείς. Σίγουρα.
Αλλά και το να τα βλέπει κανείς αυτά, ε είναι μια κάποια παρηγοριά. Δεν είναι;