Πολύ ενωρίς με τον νέο χρόνο θα έχουνε σε μεγάλο βαθμό αποκρυσταλλωθεί απόψεις και αντιλήψεις ως προς την όδευση της διαδικασίας των διακοινοτικών συνομιλιών. Το τέλος του 2016 αφήνει πίσω του δύο, κατά την άποψή μου, κύριες διαπιστώσεις. Πρώτη διαπίστωση: ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιβεβαιώνει τον πολιτικό παρορμητισμό του ως το περιεχόμενο της 9ης Δεκεμβρίου αναδεικνύει. Αυτό δημιουργεί σοβαρές και βάσιμες ανησυχίες ως προς την ικανότητα του Προέδρου να διαχειρίζεται με επάρκεια σημαντικά και κρίσιμα θέματα που άπτονται της πολιτικής προοπτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό την πίεση του πολιτικού χρόνου. Προς άρση οποιασδήποτε παρεξήγησης, η στήλη δεν διαφωνεί με τη διάσκεψη της Γενεύης. Την ανησυχεί όμως η κατόπιν εορτής προσπάθεια του Προέδρου να θωρακίσει τη διεθνή υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως εκ τούτου, δεδομένης της κρισιμότητας των στιγμών σε συνδυασμό με την πολιτική αδυναμία του παρορμητισμού ως συστατικού στοιχείου της προσωπικότητας του Προέδρου, επιβάλλεται η καθολική του στήριξη από το πολιτικό σύστημα στο νησί. Ένα πολιτικό σύστημα που ούτως ή άλλως δεν παρέχει ούτε αυτό εχέγγυα πολιτικής αξιοπιστίας καθότι η διάχυση της πολιτικής σκοπιμότητας είναι πέρα από εμφανής.
Περιφρούρηση
Σε κάθε περίπτωση το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να περιφρουρήσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της διάσκεψης στη Γενεύη, όχι με αρνητισμό αλλά με θετική πολιτική διάθεση. Το παρήγορο, ευτυχώς, για τη συμμετοχή μας στη Γενεύη είναι η συνεχής ενδυνάμωση της ελλαδικής παρουσίας, η οποία φαίνεται να αφήνει πίσω της σιγά - σιγά τη γεωστρατηγική της εσωστρέφεια παρ' όλα τα προβλήματά της. Παρ' όλους τους κινδύνους που η διάσκεψη αυτή μπορεί να κρύβει, πρώτη φορά παρουσιάζεται η δυνατότητα καταγραφής της τουρκικής θέσης επί του συνόλου των θεμάτων του κυπριακού προβλήματος. Η εξέλιξη αυτή παρέχει την ευκαιρία να αντιληφθούμε καλύτερα τους πολιτικούς μας προσανατολισμούς ως προς την προοπτική της λύσης. Κατά την άποψή μου, η Τουρκία (και η τουρκοκυπριακή κοινότητα) δεν πρόκειται ούτε να αποδεχθούν τη θεσμική παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε τις μηδενικές εγγυήσεις ούτε την αποχώρηση όλων των τουρκικών στρατευμάτων. Ως εκ τούτου, η ελληνική πλευρά (ελλαδική και ελληνοκυπριακή) θα πρέπει να επεξεργάζονται κι εναλλακτικά σενάρια, ανεξάρτητα από τη διακηρυγμένη θέση περί μηδενικών εγγυήσεων και μηδενικής παρουσίας στρατευμάτων τα οποία να περιορίζουν τις πολιτικές σκοπιμότητες της Τουρκίας. Για παράδειγμα, εάν η Τουρκία ζητά στρατιωτική βάση στο νησί, κατά ανάλογο τρόπο και η ελληνική πλευρά να ζητήσει και η ίδια στρατιωτική βάση στο νησί. Ένα τέτοιο σενάριο διαπραγμάτευσης απαντά και στην τοποθέτηση Ακιντζί ότι η τουρκική στρατιωτική παρουσία θα βρίσκεται στο νησί ως δύναμη αποτροπής, αποσιωπώντας τελείως το γεγονός ότι ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός το 1960 ήταν διάσπαρτος, ενώ τώρα θα έχει απόλυτο έλεγχο στη δική του αποκλειστική γεωγραφική περιφέρεια που του εξασφαλίζει ουσιαστική και αποτελεσματική ασφάλεια. Επομένως, η ελληνική πλευρά δεν πρέπει να αποκλείει την εξέταση ευέλικτων προτάσεων για ασφάλεια και εγγυήσεις που να κινούνται σε ακτίνα 180 μοιρών. Συγκεκριμένα, η Βάση Δεκέλειας θα μπορούσε να ζητηθεί από τους Βρετανούς, ενεργοποιώντας έτσι και τα συμφέροντα των Βρετανών, καθότι οι λανθασμένοι χειρισμοί της πλευράς μας αποδυνάμωσαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και τον θεσμικό τους ρόλο. Εναλλακτικά θα μπορούσε να προταθεί στους Τούρκους, έχοντας ως σημείο αναφοράς το βελτιωμένο σχέδιο Άτσενσον του 1964, εάν επιθυμούν στρατιωτική βάση στο νησί, η τουρκοκυπριακή περιοχή να περιοριστεί στο 20% του εδάφους. Επιπλέον, το κόστος συντήρησης της ελληνικής βάσης θα μπορούσε να το επωμισθεί είτε το ΝΑΤΟ είτε η ελληνική κοινότητα κατά μέρος καθότι ενισχύει τη στρατηγική της ασφάλεια. Εναλλακτικά θα μπορούσε να αναβαθμιστεί η αεροπορική βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο.
Τέτοιες ισορροπίες περιορίζουν εκ των πραγμάτων και την πιθανότητα σύρραξης και ενισχύουν τη σταθερότητα.
Μια διαπίστωση
Δεύτερη διαπίστωση: παρά τη γενναία συμπεριφορά των Τουρκοκυπρίων δασκάλων, όχι μόνο απέναντι στην κοινότητά τους αλλά και απέναντι στην ελληνική κοινότητα, η πρόσφατη έρευνα της αξιόπιστης τουρκικής εταιρείας ερευνών «Γκεζιτζί» αποτυπώνει μια ιδιότυπη πολιτική συμπεριφορά των Τουρκοκυπρίων. Αυτήν του παρασιτικού μαξιμαλισμού. Έχουν πλέον εξοικειωθεί με την de facto κατοχή ελληνικών περιουσιών και δεν τους προκαλεί οποιαδήποτε γνωστική δυσαρμονία. Δεν τους ενοχλεί συνειδησιακά δηλαδή. Περαιτέρω αμφισβητούν και τη θεσμικά επαρκή ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά από την άλλη διεκδικούν την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη. Βάσει των ευρημάτων της έρευνας, το 75% δεν νιώθουν ασφαλείς με την ιδιότητα μέλους της ΕΕ κι ένα περίπου 61% δεν θέλουν τους Ελληνοκύπριους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στη βάση των τεσσάρων θεμελιωδών ελευθεριών που συνιστούν τον πυρήνα των δικαιωμάτων της ΕΕ. Επιλέγουν a la carte. Κατά τα άλλα, η Κυπριακή Δημοκρατία ως πλήρες μέλος της ΕΕ τους παρέχει τη δυνατότητα κατοχής 114.000 ευρωπαϊκών ταξιδιωτικών εγγράφων, με όλα τα οφέλη και προνόμια που απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη χώρας μέλους. Δηλαδή θέλουν δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική πλευρά στις αποσκευές της, όπως επανειλημμένα η στήλη έχει υπογραμμίσει εμφαντικά, θα πρέπει να έχει κι εναλλακτικά σενάρια, για να μην βρεθεί εκτεθειμένη κι απογυμνωμένη πολιτικά στη Γενεύη. Η Αθήνα αυτή την ιστορική στιγμή, παρ΄όλα τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει, φαίνεται να εγκαταλείπει δυναμικά τη γεωστρατηγική της εσωστρέφεια. Μια εσωστρέφεια που μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη θεσμική στρατιωτική παρουσία της στο νησί υπό τη μορφή στρατιωτικής βάσης εάν οι Τούρκοι επιμένουν άτεγκτα στις ήδη εκφρασθείσες θέσεις τους. Μια τέτοια κατάσταση περιορίζει τον κίνδυνο προτεκτορατοποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας καθότι αποτρέπεται η γεωστρατηγική της αποκοπή από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Σίγουρα ο Νίκος Κοτζιάς δεν είναι Γεώργιος Μαύρος, ούτε το 2017 είναι 1974. Και δεν αναφέρομαι εδώ με όρους στρατιωτικούς.Ανάφερομαι σε μια εντελώς διαφορετική ιστορική συγκυρία.
Τον Γενάρη του 2017, η ελληνική κυβέρνηση έχω την άποψη θα επικουρήσει παραγωγικά και προστατευτικά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος χρειάζεται όλη τη στήριξη που μπορεί να έχει. Η Ελλάδα, από εκλιπούσα βαίνει δυναμικά και ουσιαστικά παρούσα. Άλλους θα εκπλήξει ευχάριστα και άλλους δυσάρεστα (μεταξύ των δεύτερων και τον Ταγίπ Ερντογάν).
*PhD Πολιτική Κοινωνιολογία