Στην Επιτροπή για την Τήρηση του Κανονισμού της Βουλής, που προεδρεύεται από την πρόεδρο του Σώματος, Αννίτα Δημητρίου, και στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών κομμάτων ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ, βρίσκεται σε εξέλιξη συζήτηση για αλλαγή της υφιστάμενης διαδικασίας εκλογής του προέδρου της Βουλής, η οποία αποφασίστηκε, ομόφωνα, στις 30 Δεκεμβρίου 1985 και έκτοτε ακολουθείται πιστά.
Πρόκειται για ένα περίπλοκο και συγκεχυμένο σύστημα εκλογής, το οποίο προβλέπει μέχρι και τέσσερις διαδοχικές ψηφοφορίες, όπου σε κάθε γύρο όλοι οι βουλευτές έχουν δικαίωμα ψήφου ανεξαρτήτως της στάσης που είχαν τηρήσει προηγουμένως. Όπως επιβεβαιώθηκε τα τελευταία χρόνια, το σύστημα αυτό επιτρέπει πολιτικά παιχνίδια και πρόσκαιρες συμμαχίες.
Το επικρατέστερο σενάριο, το οποίο φαίνεται να κερδίζει έδαφος, είναι η εκλογή του προέδρου της Βουλής με απόλυτη πλειοψηφία. Εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό, η ψηφοφορία θα επαναλαμβάνεται μεταξύ των δύο υποψηφίων που συγκέντρωσαν τις περισσότερες ψήφους και ο πρόεδρος της Βουλής θα εκλέγεται πλέον με απλή πλειοψηφία. Συνεπώς, στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας εκλέγεται ο υποψήφιος που θα εξασφαλίσει 29 από τις 56 ψήφους. Αν κανένας υποψήφιος δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, η διαδικασία θα συνεχίζεται με δεύτερο γύρο μεταξύ των δύο επικρατέστερων. Πρόεδρος της Βουλής θα εκλέγεται όποιος λάβει τις περισσότερες ψήφους. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η διαδικασία θα επαναλαμβάνεται. Εάν και πάλι δεν προκύψει αποτέλεσμα, συζητούνται τρεις εναλλακτικές προτάσεις για τις οποίες δεν έχει υπάρξει ακόμη κατάληξη: να εκλέγεται ο πρεσβύτερος εκ των δύο, να γίνεται κλήρωση ή η προεδρία να αναλαμβάνεται εκ περιτροπής από τους δύο υποψηφίους. Η ψηφοφορία θα είναι ονομαστική και θα διεξάγεται και ηλεκτρονικά.
Τι ισχύει σήμερα
Η διαδικασία εκλογής του προέδρου της Βουλής βασίζεται σε απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία εγκρίθηκε ομόφωνα στις 30 Δεκεμβρίου 1985. Έκτοτε αποτελεί το θεμέλιο για τη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 73.1 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει την αρχή της αυτονομίας της Βουλής να ρυθμίζει η ίδια τα εσωτερικά ζητήματα της λειτουργίας της. Σημειώνεται ότι ο κυριαρχικός ρόλος της Βουλής και, συναφώς, η λήψη της εν λόγω απόφασης επιβεβαιώθηκαν στην υπόθεση Γεώργιος Λαδάς και Άλλοι (Αρ. 1061/85) από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Στο πλαίσιο αυτό, και βάσει του προαναφερθέντος συνταγματικού πλαισίου, αφού ο πρεσβύτερος των παρόντων βουλευτών καταλάβει την έδρα, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, όλοι οι βουλευτές καλούνται να δώσουν την προβλεπόμενη από το Άρθρο 69 του Συντάγματος διαβεβαίωση, προ της ανάληψης των καθηκόντων τους. Ακολούθως, υποβάλλονται οι υποψηφιότητες για το αξίωμα του προέδρου της Βουλής και διεξάγεται ψηφοφορία, κατά την οποία κάθε υποψηφιότητα τίθεται σε χωριστή ψηφοφορία με σειρά αντίστροφα ανάλογη της κοινοβουλευτικής δύναμης κάθε κόμματος, αρχίζοντας από τον υποψήφιο του μικρότερου κόμματος, βάσει απόφασης του Σώματος της 2ας Ιουνίου 2016.
Η υφιστάμενη διαδικασία εκλογής έχει ως εξής:
1. Κατά την πρώτη ψηφοφορία, εκλέγεται ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει τον αμέσως επόμενο ακέραιο αριθμό του ημίσεος των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών. Δεδομένου ότι αναμένεται πως παρόντες και ψηφίζοντες στην εν λόγω ψηφοφορία θα είναι το σύνολο των μελών, ήτοι οι 56 βουλευτές, ο υποψήφιος που θα εκλεγεί πρέπει να εξασφαλίσει τον αμέσως επόμενο ακέραιο αριθμό του ημίσεος, δηλαδή 28 συν μία ψήφο, ήτοι 29 ψήφους.
Σημειώνεται ότι καταμετρούνται οι βουλευτές που ψηφίζουν θετικά ή αρνητικά, καθώς και όσοι απέχουν. Αντίθετα, στο σύνολο των παρόντων και ψηφιζόντων δεν περιλαμβάνονται οι βουλευτές που, παρότι παρόντες, δηλώνουν εκ προοιμίου ότι δεν θα συμμετάσχουν στην ψηφοφορία.
2. Σε περίπτωση που δεν εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής κατά την πρώτη ψηφοφορία, διεξάγεται δεύτερη ψηφοφορία για τις ήδη τεθείσες υποψηφιότητες. Στη δεύτερη αυτή ψηφοφορία, πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει τα 2/5 των «εγκριτικών» ψήφων των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών, παραλειπομένου τυχόν κλάσματος. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι αναμένεται πως παρόντες και ψηφίζοντες θα είναι οι 56 βουλευτές, εκλέγεται ο υποψήφιος που θα λάβει 22 εγκριτικές ψήφους.
3. Σε περίπτωση κατά την οποία, στη δεύτερη ψηφοφορία, περισσότεροι του ενός υποψήφιοι συγκεντρώσουν τα 2/5 των εγκριτικών ψήφων, δηλαδή 22 ή περισσότερες ψήφους, τότε, βάσει απόφασης της ολομέλειας του Σώματος της 2ας Ιουνίου 2011, η διαδικασία προχωρεί σε τρίτη ψηφοφορία.
Κατά την τρίτη ψηφοφορία, πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει τις περισσότερες εγκριτικές ψήφους των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών.
4. Εάν κατά την τρίτη ψηφοφορία προκύψει ισοψηφία μεταξύ δύο ή περισσότερων υποψηφίων, τότε, βάσει απόφασης του Σώματος της 2ας Ιουνίου 2016, διεξάγεται τέταρτη ψηφοφορία. Κατά την τέταρτη ψηφοφορία, πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει τις περισσότερες εγκριτικές ψήφους.
Σημειώνεται ότι, ο όρος «εγκριτικές» ψήφοι υποδηλώνει τις θετικές ψήφους, και συνεπώς καταμετρούνται μόνο οι θετικές ψήφοι και όχι οι αρνητικές, ούτε οι αποχές. Επιπλέον, κατά την πάγια κοινοβουλευτική πρακτική που ακολουθείται από το 1985 και εντεύθεν, κάθε ψηφοφορία θεωρείται αυτοτελής διαδικασία. Ως εκ τούτου, σε κάθε ψηφοφορία όλοι οι βουλευτές έχουν δικαίωμα ψήφου ανεξαρτήτως της ψήφου που άσκησαν σε προηγούμενο γύρο. Παράλληλα, σε κάθε διαδικασία τίθενται σε ψηφοφορία όλες οι υποψηφιότητες.






