Στη μνήμη των Μπελλαπαϊσιωτών, το Αββαείο του Μπέλλα Παΐς δεν συντηρείται ως ένα από τα λαμπρότερα αρχαιολογικά μεσαιωνικά μνημεία που σώζονται στον τόπο μας. Το μοναστήρι γι' αυτούς είναι κάτι περισσότερο. Είναι ο τόπος συνάντησής τους.
Ο καθημερινός τους περίπατος τις καλές μέρες, ο τόπος όπου βαφτίστηκαν, όπου έτρεχαν κι έπαιζαν όσο ήταν παιδιά, που όντας νέοι μοιράστηκαν τους αναστεναγμούς και τα μυστικά τους, έδωσαν τα πρώτα φιλιά τους και μοιράστηκαν όρκους αιώνιας αγάπης στεφανωμένοι στην εκκλησία της Παναγίας της Ασπροφορούσας που βρίσκεται εντός του Αββαείου.
Είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι του χωριού ξετύλιξαν τα όνειρά τους, όπου έκτισαν τις ζωές τους ώσπου ο πόλεμος τα έκανε ερείπια.
Ωστόσο, για πέντε αδέλφια το Αββαείο του Μπέλλα Παΐς είναι κάτι ακόμα πιο ξεχωριστό. Είναι τα πέντε παιδιά του Κώστα Κκολή, του φύλακα-άγγελου και ξεναγού του Αββαείου από 1936 μέχρι το 1974. Τα παιδιά του Κκολή φέρουν κληρονομιά τους εκτός από το Αββαείο και την ιστορία που έφτιαξε ο πατέρας τους, ο οποίος ταύτισε το όνομά του με το μοναστήρι.
Δύο από αυτά τα παιδιά, η Κατίνα Χριστοφή και η Ειρήνη Παπαλουκά, σε μεγάλη ηλικία πια, αφηγούνται στον «Π» την ιστορία του Κκολή, συνώνυμη με τη σύγχρονη ιστορία του Αββαείου και το πώς οι ίδιες έγιναν…κυπαρίσσια στην αυλή του μνημείου. Τίποτα δεν μπορεί να τους ξεριζώσει απ' εκεί. Ούτε η κατοχή των 43 χρόνων.
Με πολλή περηφάνια η Κατίνα, γεννηθείσα το 1939, ξετυλίγει τη φυσιογνωμία του πατέρα της, τον οποίο παρομοιάζει με αβά, δηλαδή ηγούμενο του μοναστηριού.
«Ο πατέρας μου ήταν ο τελευταίος αβάς του Μπέλλα Παΐς. Μπέλλα Παΐς, Αββαείο και Κολλής είναι τρία ονόματα σε ένα. Είναι συνώνυμα», μας λέει καθώς κάθεται στο παγκάκι μπροστά από το κυπαρίσσι με τον πιο χοντρό κορμό, το οποίο βρίσκεται στην πλατεία έξω από το Αββαείο. Είναι το πρώτο κυπαρίσσι που φύτεψε ο πατέρας της όταν γεννήθηκε πριν από 78 χρόνια.
«Ήξερε ότι θα γινόμουν και εγώ παχουλή και έγινε έτσι και το κυπαρίσσι», λέει με πικρό αυτοσαρκασμό, όχι για τα κιλά της. Άλλωστε η Κατίνα είναι, παρά την ηλικία της και τη συντηρητική εποχή που έζησε τα νιάτα της, πολύ ελεύθερο πνεύμα, κάτι που αποδίδει στα γονίδια που πήρε απ’ τον πατέρα της. Το λέει με νοσταλγία, με θλίψη και στεναχώρια για τα μισά χρόνια της ζωής της που υποχρεώθηκε βίαια να ζήσει μακριά απ' το χωριό της.
Το λέει όμως και με καυχησιά, «γιατί αυτό το κυπαρίσσι που βλέπω, αυτό είμαι εγώ»…
Ο Κκολής, με καταβολές απ’ το Μπέλλα Παΐς και το διπλανό Καζάφανι, γεννήθηκε το 1916. Το 1936, σε ηλικία 20 ετών, μόλις αποφοίτησε από την σχολή ενός Σκωτσέζου ξεναγού στην Κερύνεια, προσελήφθη από την αποικιοκρατική κυβέρνηση ως φύλακας και ξεναγός στο Αββαείο. Ήταν σπουδασμένος, μιλούσε άπταιστα την αγγλική, γνώριζε κάθε σπιθαμή μέσα στο Αββαείο. Ήταν ο καταλληλότερος για αυτή τη θέση.
Στη ζωή του ξενάγησε πολλούς. Μεταξύ αυτών η lady Helen, η γυναίκα του κυβερνήτη, η οποία έμεινε άναυδη όταν της εξηγούσε πως το δέντρο που βρίσκεται μπροστά από την εκκλησία του Μπέλλα Παΐς παράγει τρία είδη εσπεριδοειδών: λεμόνια, μανταρίνια και πορτοκάλια. Το είχε εμβολιάσει ο ίδιος. Ενώ το πηγαίο χιούμορ του τον πήγε ένα βήμα ακόμα παραπέρα, λέγοντάς της πως του χρόνου, όταν θα επισκεπτόταν ξανά το Μπέλλα Παΐς, το δέντρο θα έκανε και ντομάτες!
Ο απαράμιλλος επαγγελματισμός που επέδειξε τον επιβράβευσε το 1952, με αφορμή τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ, με το χρυσό μετάλλιο για τις καλές του υπηρεσίες.
Ο Κώστας Κκολής, τόσο αγάπησε το Αββαείο του Μπέλλα Παΐς, που ήθελε να το εξωραΐσει. Για αυτό ανέλαβε και χρέη κηπουρού. Φύτευε λεβάντες, αρωματικά και δέντρα φτιάχνοντας τον δικό του μικρό παράδεισο.
«Τόσο πολύ αγαπούσε τα λουλούδια, που μετέτρεψε το Αββαείο σε έναν ανθόκηπο», μας λέει η Κατίνα, ενώ η αδελφή της η Ειρήνη τον θυμάται να είναι ανήσυχος κάθε Μεγάλη Παρασκευή που γινόταν η περιφορά του Επιταφίου εντός του προαύλιου του Μπέλλα Παΐς, γιατί οι πιστοί συγχωριανοί του θα του πατούσαν τα λουλούδια. «Ήταν πολύ καλός ως οικογενειάρχης και ως πατέρας. Αλλά γενικά δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του».
Κατίνα: «Τον εκτιμούσαν πολύ οι συγχωριανοί, αλλά και τον φοβόντουσαν. Ήταν μεγαλόψυχος, ευαίσθητος, άνθρωπος. Αλλά και συνάμα τόσο αυστηρός με τους γύρω του. Δεν μπορούσε να ακούσει ψέμα και φαντασία. Τα καυτηρίαζε όλα. Για αυτό πολλοί συγχωριανοί τον φοβόντουσαν. Ο πατέρας μας ήταν τσεκούρι στα λόγια του. Αλλά ήταν τόσο ευαίσθητος. Όταν πέθανε ανοίξαμε ένα δικό του 'απόρρητο' συρτάρι. Εκεί μέσα βρήκαμε κουτάκια με χρήματα τα οποία έβαζε κάθε μήνα από τον μισθό του για να τα προσφέρει σε συγχωριανούς που τα είχαν ανάγκη».
«Το σπουδαιότερο που άφησε πίσω του ο πατέρας μας ήταν τα τέσσερα κυπαρίσσια που φύτεψε μέσα στο Αββαείο. Όποτε γεννούσε η μάμμα φύτευε κι ένα κυπαρίσσι. Ένα για κάθε παιδί. Εγώ, ήμουν η πιο μεγάλη, και το πρώτο κυπαρίσσι που φύτεψε, το δικό μου κυπαρίσσι, είναι φυτεμένο έξω από το Αββαείο».
Η Κατίνα και η Ειρήνη είναι φανερά φορτισμένες με το που πατάμε το πόδι μας μέσα στο Αββαείο και στον χώρο όπου βρίσκονται τα κυπαρίσσια. «Χαρά Θεού να τα θωρείς. Νά και τον αδελφό μου. Το πιο χοντρουλό απ’ τα τέσσερα είναι εκείνος»…
Κατίνα: «Πάντα πηγαίνω με χαρά και επιστρέφω με μια θλίψη. Όλες μου οι αναμνήσεις είναι εκεί. Εκεί βαφτίστηκα, εκεί παντρεύτηκα. Στην Παναγία την Ασπροφορούσα. Νιώθαμε πως το Αββαείο ήταν το παλάτι μας. Ήμασταν παιδιά. Δεν ξέραμε πώς ήταν μοναστήρι. Έλεγα, θυμάμαι, στη μητέρα μου να μου φτιάξει το καλάθι μου για να πάω στο παλάτι μας να παίξω με τις κορούδες».
Η Ειρήνη είναι σαστισμένη αντικρίζοντας την αυλή του Μπέλλα Παΐς με τα τέσσερα κυπαρίσσια. Ένα απ' αυτά είναι το δικό της κυπαρίσσι. Της το φύτεψε ο μπαμπάς της με τόση αγάπη. Τώρα το ακουμπά και νιώθει την ένωση με τις ρίζες της. Από τη συγκίνησή της, δεν μπορεί να σταματήσει τα δάκρυα που τρέχουν απ' τα μάτια της. Τη ρώτησα γιατί δακρύζει. Για τον Νίκο, μου λέει, και κοιτάζει το δέντρο. Τον αδελφό μου που έχει «φύγει...».
Η Κατίνα χαμογελάει γλυκά, γιατί το πιστεύει ακράδαντα πως, ούτε ο πατέρας της, ούτε ο αδελφός της, ούτε η ίδια και τα άλλα αδέλφια της θα φύγουν ενόσω υπάρχει το Αββαείο.
«Ο πατέρας μας έλεγε πως όταν πέθαινε ήθελε να τον θάψουν εδώ ακριβώς, ανάμεσα στα τέσσερα κυπαρίσσια, ανάμεσα στα τέσσερα παιδιά του, εδώ που είναι θαμμένος, όπως έλεγε και ο προπάππός μας ο Ούγος ο Γ’, γιατί πίστευε πως η οικογένεια των Μπελαπαϊσιώτων αυτή τη ρίζα είχε». Τη βασιλική.
Το 1974, μετά από 38 χρόνια υπηρεσίας, ο Κώστας Κκολής, υποχρεωτικά σταμάτησε να εργάζεται στο Αββαείο. Έζησε για μερικούς μήνες εγκλωβισμένος στο χωριό όταν αναγκάστηκε να φύγει για να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο στις ελεύθερες περιοχές. Το 1975 επέστρεψε στο Μπέλλα Παΐς και την επόμενη μέρα της επιστροφής του άφησε την τελευταία του πνοή στον τόπο που τόσο αγάπησε. Δεν θάφτηκε στο Αββαείο του Μπέλλα Παΐς ανάμεσα στα τέσσερα κυπαρίσσια και τον τάφο του Λουζινιανού «προπάππου του», αλλά στο κοιμητήριο του χωριού του.
«Το σπουδαιότερο που άφησε πίσω του ο πατέρας μας ήταν τα τέσσερα κυπαρίσσια που φύτεψε μέσα στο αββαείο. Όποτε γεννούσε η μάμμα φύτευε κι ένα κυπαρίσσι. Ένα για κάθε παιδί. Εγώ ήμουν η πιο μεγάλη, και το πρώτο κυπαρίσσι που φύτεψε, το δικό μου κυπαρίσσι, είναι φυτεμένο έξω από το αββαείο».
Κατεβάστε το app του «Πολίτη» για Android και iOS για συνεχή ενημέρωση
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.