Μια αγωγή λιβέλλου που καταχωρίσθηκε το 2014 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της εφημερίδας «Πολίτης» και τελεσφόρησε μόλις την περ. Τετάρτη υπέρ της εφημερίδας μας στάθηκε η αιτία και η αφορμή για να αποκαλυφθεί εντός της δικαστικής αίθουσας η καταδίωξη που τόσο άδικα υπέστη ο εκδότης της εφημερίδας «Π» κ. Γιάννης Παπαδόπουλος. Εναντίον του στήθηκε το 2005 μια ανύπαρκτη ποινική υπόθεση που καταχωρίσθηκε, μάλιστα, ενώπιον της Δικαιοσύνης. Υποκινητής και ηθικός αυτουργός ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου, τότε διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος έθεσε στο στόχαστρό του τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του κ. Παπαδόπουλου μετά τα δημοσιεύματα του «Π» που αποκάλυπταν ζητήματα διαπλοκής και σύγκρουσης συμφερόντων τόσο του ιδίου όσο και μελών της οικογένειάς του. Η έρευνα του Χριστόδουλου Χριστοδούλου οδήγησε σε καταγγελία στη Νομική Υπηρεσία και με οδηγίες του εισαγγελέα Άκη Παπασάββα διενεργήθηκε ποινική έρευνα από τον επικεφαλής του γραφείου οικονομικού εγκλήματος της Αστυνομίας, ανώτερο αστυνόμο Φίλιππο Βρόντο. Με την ολοκλήρωση της ανάκρισης δόθηκαν οδηγίες στις 6/5/2005 για καταχώριση ποινικής υπόθεσης (αριθμό 999/2005) εναντίον του εκδότης της εφημερίδας «Π». Έξι μήνες μετά, και συγκεκριμένα στις 4/11/2005, η υπόθεση αποσύρθηκε με οδηγίες του νέου γενικού εισαγγελέα κ. Πέτρου Κληρίδη διότι δεν υπήρχε αδίκημα διασώζοντας έτσι την αξιοπιστία της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.
Σχεδόν 10 χρόνια μετά, η εν λόγω υπόθεση άνοιξε ενώπιον της δικαιοσύνης με αφορμή αγωγή λιβέλλου που κατέθεσε εναντίον του «Π» ο ανώτερος αστυνόμος Φίλιππος Βρόντος. Ο τελευταίος θίχτηκε από δημοσίευμα της εφημερίδας μας που αναφερόταν στη στημένη υπόθεση σε βάρος του εκδότη του «Π» στο οποίο κατονομαζόταν και ο ίδιος. Ο κ. Βρόντος αξίωνε από το δικαστήριο την απόδοση τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων από τον «Π», διότι, όπως ισχυρίστηκε, θίχτηκαν η τιμή, το κύρος και η αξιοπρέπειά του. Το επίδικο δημοσίευμα του «Π», ημερομηνίας 8/7/2013, απαντούσε στον Χριστόδουλο Χριστοδούλου, ο οποίος την προηγούμενη ημέρα σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή» απέδωσε εκδικητική συμπεριφορά στον «Π» για τα όσα αποκάλυπτε τότε η εφημερίδα μας για τον βίο και την πολιτεία του, επειδή όπως ισχυρίστηκε στη συνέντευξή του «στο παρελθόν ερεύνησε υποθέσεις που αφορούσαν τον εκδότη του «Π» κ. Γιάννη Παπαδόπουλο».
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της εκδίκασης της αγωγής λιβέλλου κατατέθηκαν όλα εκείνα τα στοιχεία, έγγραφα και μαρτυρίες που επιβεβαίωναν ότι επρόκειτο περί στημένης υπόθεσης, με το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να αποδέχεται τη θέση της εφημερίδας «Π» και της δικηγόρου υπεράσπισης κ. Κάλιας Γεωργίου ότι επρόκειτο, όντως, για μια στημένη υπόθεση με ανύπαρκτο αδίκημα. Απορρίπτοντας, παράλληλα, τις αξιώσεις του Φίλιππου Βρόντου για αποζημιώσεις.
Το €1 εκατ. του Χριστόδουλου και τα ψεύδη
Η εφημερίδα «Π» στην έκδοσή της ημερομηνίας 21/6/2013 αποκάλυψε ότι εταιρεία της θυγατέρας του Χριστόδουλου Χριστοδούλου έλαβε το ποσό του €1 εκατ. από τον Έλληνα επιχειρηματία Μιχάλη Ζολώτα. Πρόκειται για τον ίδιο επιχειρηματία ο οποίος την περίοδο 2007-2008 μέσω της εταιρείας του Focus Maritime Corporation μοίρασε σε κοινοβουλευτικά κόμματα της Κύπρου ως χορηγίες ποσό €2 εκατ.
Στις 7/7/2013 ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή» με τίτλο «Με πολεμούν επειδή τους κυνήγησα» ισχυρίστηκε ότι το ποσό του €1 εκατ. λήφθηκε προκαταβολικά για συμβουλευτικές υπηρεσίες διάρκειας 10 ετών και πως η εφημερίδα «Π» είχε προβεί στην πιο πάνω δημοσίευση διότι όταν ο ίδιος ήταν διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας είχε διενεργήσει έρευνα κατά του εκδότη του «Π» για πιθανή παράληψη μεταφοράς στην Κύπρο ποσού μέχρι και €62 εκατ. Όπως δήλωσε στη συνέντευξή του, έγινε έρευνα από την Αστυνομία, καταρτίστηκε κατηγορητήριο και παρόλο που υπήρχε σοβαρή υπόθεση εναντίον του εκδότη της εφημερίδας «Π» η υπόθεση ανεστάλη.
Το επίδικο δημοσίευμα του «Π»
Ο «Π» απάντησε στα ψεύδη Χρ. Χριστοδούλου την αμέσως επόμενη ημέρα, στις 8/7/2013, με δημοσίευμα του αρχισυντάκτη Σωτήρη Παρούτη με τα εξής σημεία έμφασης: «Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης» και «Η αήθης επίθεση του Χρ. Χριστοδούλου, η A.A.V.K. Promotions, τα σεμινάρια και… ο Άκης Παπασάββας». Το δε περιεχόμενο του επίδικου δημοσιεύματος είχε ως εξής:
«Στο μεγαλύτερο μέρος της χθεσινής του συνέντευξης στην εφημερίδα 'Καθημερινή' ο κ. Χριστοδούλου επιχείρησε να αποδώσει στον 'Π' σκοπιμότητα για τα όσα δημοσίευσε το τελευταίο διάστημα και τον αφορούν. Ισχυρίστηκε λοιπόν, επί τη βάσει των δικών του μέτρων και σταθμών, ότι η εφημερίδα μας ασχολήθηκε με την αφεντιά του, παρακάμπτοντας τις δηλώσεις που έγιναν από τους πλέον αρμόδιους (γενικό εισαγγελέα και υπουργό Δικαιοσύνης) ότι για την ύποπτη διαδρομή του €1 εκατ. που έλαβε η εταιρεία του διενεργείται ποινική ανάκριση, επειδή στο παρελθόν, όταν ήταν διοικητής ερεύνησε υποθέσεις που αφορούσαν τον εκδότη του 'Π' κ. Γιάννη Παπαδόπουλο. Μάλιστα, υποστήριξε ότι καταρτίστηκε κατηγορητήριο και το θέμα προωθήθηκε στο δικαστήριο αλλά στη συνέχεια ασκήθηκε από τον γενικό εισαγγελέα αναστολή ποινικής δίωξης (nolle prosequi). Επειδή για τους πιο πάνω ψευδέστατους ισχυρισμούς υπάρχουν και εξηγήσεις και απαντήσεις θα αναφέρουμε τα ακόλουθα: Πριν, λοιπόν, από τη σύσταση της A.C. CHRISTODOULOU CONSULTANTS (Ιούνιο 2006), η οικογένεια Χριστοδούλου –καθ’ ον χρόνον ήταν και πάλι διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ο κ. Χριστόδουλος– συνέστησε μια άλλη εταιρεία, την 'A.A.V.K. Promotions LTD' (Ιανουάριο του 2004). Αυτή η εταιρεία είχε και πάλι μέτοχο την κόρη του Αθηνά Χριστοδούλου με ποσοστό μετοχών 99,9% και τη γυναίκα του Μάρω Χριστοδούλου με 0,01%. Η A.A.V.K. με ποσοστό 44%, η ΕΤΥΚ με 5% και το Ινστιτούτο Τραπεζικής Επιμόρφωσης (της Ελλάδος) με ποσοστό 51% μετείχαν στην εταιρεία 'Institute Banking of Studies (IBS)'. Η IBS παρείχε σεμινάρια επιμόρφωσης σε τραπεζικούς υπαλλήλους και το σημαντικότερο μέρος των διδάκτρων κατέβαλλαν οι εμπορικές τράπεζες. Ο «Π» με σειρά δημοσιευμάτων του, αρχής γενομένης από τη 10η Σεπτεμβρίου 2004, αποκάλυψε αυτή τη σχέση και ήγειρε ταυτόχρονα και το ενδεχόμενο της διαπλοκής αφού αποδεδειγμένα 'ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας και συγγενικά του πρόσωπα, πρώτου βαθμού, είχαν επαγγελματική συνεργασία και κατ’ επέκταση οικονομικό όφελος από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία με βάση τη νομοθεσία υπόκεινται σε έλεγχό του'» (εφ. «Πολίτης», 10/9/2004, σελ. 3). Ο κ. Χριστοδούλου, στο πλαίσιο της γνωστής του τακτικής αντί να απαντήσει επί της ουσίας των όσων τεκμηριωμένα ήγειρε η εφημερίδα μας, προσέφυγε στην προσφιλή του πρακτική. Όντας διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας επιχείρησε να ερευνήσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του εκδότη του «Π» κ. Γιάννη Παπαδόπουλου ευελπιστώντας να βρει κάτι σε βάρος του και να «εκδικηθεί» έτσι για τα δημοσιεύματα που προηγήθηκαν. Σε μια άψογη, όπως αποδείχθηκε, συνεργασία με τον τότε εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Άκη Παπασάββα και τον κ. Φίλιππο Βρόντο από την Αστυνομία «στήθηκε μια υπόθεση». Μάλιστα, λόγω του ότι ο μ. Σόλων Νικήτας (σ.σ. γενικός εισαγγελέας) είχε παραιτηθεί εκείνη την περίοδο από τη Νομική Υπηρεσία, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος ζήτησε από τον κ. Πέτρο Κληρίδη κατά την πρώτη κιόλας μέρα του διορισμού του στη θέση του γενικού εισαγγελέα (Μάιος 2005) να προχωρήσει αμέσως στην καταχώριση ποινικής υπόθεσης σε βάρος του Γ. Παπαδόπουλου, εκδότη του «Π», γιατί θα παραγραφόταν το κατ’ ισχυρισμόν αδίκημα. Ο κ. Κληρίδης καταχώρισε όντως την υπόθεση, πλην όμως 4-5 μήνες αργότερα, όταν θα ξεκινούσε η δικαστική διαδικασία, διαπίστωσε τόσο ο ίδιος όσο και οι συνεργάτες του στη Νομική Υπηρεσία ότι δεν υπήρχε υπόθεση εναντίον του εκδότη του «Π» και αυτεπάγγελτα αποφάσισε την απόσυρσή της. Επειδή, όμως, ο κ. Χριστοδούλου εξακολουθεί να ισχυρίζεται ανύπαρκτες υποθέσεις, ο «Π» ΠΡΟΚΑΛΕΙ τον γενικό εισαγγελέα της Δημοκρατίας όχι μόνο να τοποθετηθεί για όσα καταλογίζει και στον ίδιο ο πρώην διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας αλλά και να δώσει στη δημοσιότητα τον σχετικό φάκελο.
Απέσυραν τους ισχυρισμούς τους οι Χριστοδούλου και «Καθημερινή»
Πέραν του επίδικου δημοσιεύματος που απαντούσε στα ψεύδη Χριστόδουλου Χριστοδούλου, τόσο η εφημερίδα «Π» όσο και ο εκδότης της κ. Γιάννης Παπαδόπουλος καταχώρισαν την αγωγή 3233/13 εναντίον του Χριστόδουλου Χριστοδούλου και της εφημερίδας «Καθημερινής» για την πιο πάνω συνέντευξη. Η αγωγή αυτή αποσύρθηκε κατόπιν δηλώσεων και από τους δύο εναγόμενους ότι αποσύρουν τους ισχυρισμούς που διατύπωσαν στην επίμαχη συνέντευξη εναντίον της εφημερίδας «Π» και του εκδότη της.
Η αγωγή Βρόντου για αποζημιώσεις
Το δημοσίευμα της εφημερίδας «Π», ημερομηνίας 8/7/2013, που απαντούσε στα ψεύδη Χριστοδούλου και γινόταν αναφορά στη στημένη υπόθεση σε βάρος του εκδότη του «Π» ενόχλησε τον ανώτερο αστυνόμο Φίλιππο Βρόντο, ο οποίος προχώρησε στην καταχώριση αγωγής λιβέλλου εναντίον της εφημερίδας «Π». Μάλιστα, όπως υποστήριξε στα δικόγραφα, άμα την κυκλοφορία του δημοσιεύματος δέχτηκε τηλεφωνήματα από φίλους και βρέθηκε στη δύσκολη θέση να πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του για κάτι που δεν έκανε. Όπως ισχυρίστηκε, έχει υποστεί τη χλεύη, αποστροφή και περιφρόνηση συναδέλφων του, συνεργατών και συμπολιτών του.
Αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο κ. Βρόντος υποστήριξε στην αγωγή του τα ακόλουθα: Τον Μάρτιο του 2005 έλαβε επιστολή από τη Νομική Υπηρεσία για ενδεχόμενη διάπραξη αδικημάτων οικονομικής φύσης από την εταιρεία AMER. Όταν το Τμήμα του ολοκλήρωσε την έρευνα, έδωσε οδηγίες για διαβίβαση του φακέλου στη Νομική Υπηρεσία για γνωμοδότηση για την πιθανότητα στοιχειοθέτησης ποινικών αδικημάτων. Επίσης, προέτρεψε ο φάκελος να τεθεί και ενώπιον του Τμήματος Φορολογίας για εξέταση ζητημάτων παραβίασης φορολογικών διατάξεων. Ο κ. Βρόντος υποστήριξε, περαιτέρω, ότι η συμμετοχή του στα γεγονότα έγινε κατά την άσκηση των καθηκόντων του και υπό την ιδιότητά του ως αξιωματικού της Αστυνομίας και ότι δεν είχε οποιαδήποτε κίνητρα και ουδέποτε έδειξε εκδικητικότητα σε σχέση με τον εκδότη του «Π».
Η κατάθεση Διονύση Διονυσίου και η δήλωση Πέτρου Κληρίδη στο δικαστήριο
Στο πλαίσιο της εκδίκασης της αγωγής λιβέλλου εναντίον της εφημερίδας «Π» κατέθεσαν ως μάρτυρες δύο πρόσωπα: ο παραπονούμενος Φίλιππος Βρόντος και ο διευθυντής της εφημερίδας «Π» Διονύσης Διονυσίου. Ο τελευταίος κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ως τεκμήριο τη δήλωση στην οποία προέβη στις 4/11/2005 ενώπιον του δικαστηρίου ο γενικός εισαγγελέας κ. Πέτρος Κληρίδης με την οποία εξηγούσε τους λόγους απόσυρσης της ποινικής υπόθεσης εναντίον του εκδότη της εφημερίδας «Π». Η εν λόγω δήλωση έχει ως ακολούθως: «Ο γενικός εισαγγελέας της Δημοκρατίας αναφέρει τα ακόλουθα: Η παρούσα υπόθεση τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του γενικού εισαγγελέα την 6η Μαΐου 2005 με σχόλιο ότι ήταν η τελευταία μέρα για παραγραφή του αδικήματος. Για να μην χαθεί η προθεσμία, δόθηκε γραπτή συγκατάθεση για καταχώριση της υπόθεσης με οδηγίες να επανέλθει ο φάκελος στη Νομική Υπηρεσία. Στη συνέχεια, με οδηγίες του γενικού εισαγγελέα η υπόθεση μελετήθηκε από δύο νομικούς λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας, οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι με την υπάρχουσα μαρτυρία δεν αποδεικνύεται αδίκημα. Την υπόθεση μελέτησε και ο ίδιος ο γενικός εισαγγελέας, ο οποίος κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, αφού στο μεταξύ συζήτησε την υπόθεση και με εκπρόσωπο της Κεντρικής Τράπεζας. Για τον πιο πάνω λόγο και επειδή τα φερόμενα αδικήματα φαίνεται να διαπράχθηκαν το 1994 όπως επίσης και γιατί ο νόμος πάνω στον οποίο εδράζονται οι κατηγορίες καταργήθηκε από την 1η Μαΐου 2004, ζητώ άδεια με βάση το άρθρο 91 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου όπως αποσύρω την υπόθεση».
Έπαθε… αμνησία ο αστυνόμος Βρόντος
Αντί άλλων σχολίων παραθέτουμε επί λέξει τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου για τη μαρτυρία που έδωσε ενώπιόν του ο παραπονούμενος Φίλιππος Βρόντος, ο οποίος απαιτούσε ανάμεσα σε άλλα και την εκδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων σε βάρος της εφημερίδας «Π»: «[…] Ο ενάγοντας (σ.σ. Φ. Βρόντος) τόσο με την έκθεση απαίτησής του αλλά και με τη γραπτή του δήλωση παρουσιάζει το προφίλ του ευσυνείδητου επαγγελματία αστυνομικού ο οποίος ενεργούσε με υπευθυνότητα και μεθοδικότητα. Ήταν σε θέση να μιλήσει και να πει με λεπτομέρειες γιατί το δημοσίευμα που τον ενόχλησε, την προσβολή την οποία θεωρεί ότι υπέστη, τον διασυρμό του, τα τηλεφωνήματα που δέχτηκε και λοιπά. Όμως, κατά την αντεξέτασή του η εικόνα του μεταβάλλεται άρδην. Δεν μπορούσε να τοποθετηθεί και να μιλήσει συγκεκριμένα για την έρευνα που διεξήγαγε αναφορικά με τον Γ. Παπαδόπουλο, τις ενέργειές του, το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε, ούτε καν θυμόταν να πει εάν τα αδικήματα τα οποία εξέτασε ήταν σοβαρά ή 'μικροπαραβάσεις'. Δεν θυμάται και δεν μπορεί να απαντήσει τίποτα για την έρευνα που διεξήγαγε και η οποία αποτελεί και την αφορμή του δημοσιεύματος. Η εικόνα που επιχείρησε να κτίσει με τα δικόγραφά του και με τη γραπτή του δήλωση δεν είναι συμβατή με τις τοποθετήσεις του και τις απαντήσεις του κατά τη βάσανο της αντεξέτασης. Αντεξεταζόμενος δεν ήταν σταθερός και οι απαντήσεις του υπήρξαν γενικόλογες και συγκεχυμένες ενώ κάποιος θα ανέμενε ότι θα ήταν σε θέση με σαφήνεια να απαντήσει και να εξηγήσει τα όσα διαδικαστικά ρωτήθηκε γενικά σε σχέση με το πώς ξεκινά και ολοκληρώνεται μια έρευνα από την Αστυνομία και ειδικά σε σχέση με τις ενέργειές του κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης για την οποία, ως ισχυρίζεται, το δημοσίευμα τον διασύρει και τον δυσφημεί. Εύλογο και αναμενόμενο θα ήταν να μπορεί να αναφερθεί ακριβώς στις ενέργειές του για να προασπιστεί τη θέση του και τον ρόλο που διαδραμάτισε στην έρευνα εναντίον του εκδότη της εφημερίδας «Π». Αντιθέτως, υπήρξε αόριστος, γενικόλογος, δεν μπορούσε να διευκρινίσει αναφορές που ο ίδιος έκανε με τη γραπτή του δήλωση και απέφευγε να εξηγήσει τη διαδικασία που ακολουθείται στην Αστυνομία μετά την ολοκλήρωση μιας έρευνας. Ένιπτε τας χείρας του. Εν ολίγοις, αυτό που άφησε να εννοηθεί είναι πως η Αστυνομία είναι αμέτοχη, ερευνά και ακολούθως διαβιβάζει φάκελο στη Νομική Υπηρεσία χωρίς καμία περαιτέρω εισήγηση και χωρίς καταγραφή συμπερασμάτων. Όμως για να στηρίξει τη θέση του ότι το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό και ΔΕΝ «στήθηκε» μια υπόθεση με δική του συμβολή συνεπάγεται ότι ο ίδιος αναμένεται να ξέρει ακριβώς τι έπραξε και τι δεν έπραξε σε σχέση με την έρευνα που έκανε, έτσι ώστε να καταρρίψει τη μομφή που ισχυρίζεται ότι του προσάπτει το δημοσίευμα και να απαντήσει με γεγονότα. Αντιθέτως, η μαρτυρία του υπήρξε μια συνεχής επανάληψη ή παραλλαγή της φράσης 'δεν θυμάμαι'».
Δικαστήριο: Στημένη υπόθεση
Στα συμπεράσματά του το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αναφέρει ανάμεσα σε άλλα: «Η πραγματικότητα όπως αβίαστα συνάγεται από τα γεγονότα είναι ότι στον ενάγοντα (σ.σ. Φίλιππο Βρόντο) ανατέθηκε η διενέργεια μιας έρευνας για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, μεταξύ άλλων, από τον Γ. Παπαδόπουλο (σ.σ. εκδότη της εφημερίδας 'Π'). Ως ο ενάγοντας αναφέρει στη γραπτή του δήλωση, η έρευνα του ανατέθηκε Μάρτιο 2005. Η έρευνα έγινε σε συσχετισμό με νομοθεσία για συγκεκριμένα αδικήματα οικονομικής φύσεως. Η νομοθεσία με βάση την οποία ερευνήθηκε και τελικά διώχθηκε ο Γ. Παπαδόπουλος το έτος 2005 είχε καταργηθεί από 1/5/2004. Εκ του αποτελέσματος, ως αξιωματικός της Αστυνομίας διενήργησε έρευνα για αδίκημα ανύπαρκτο το χρονικό διάστημα της έρευνάς του και ακολούθως έστειλε το αποτέλεσμα της έρευνάς του στη Νομική Υπηρεσία. Σίγουρα δεν είναι αποδεκτό το επιχείρημά του ως αυτό προωθήθηκε με την αντεξέτασή του ότι στην Αστυνομία δεν έχουν αρχείο νομοθεσιών: 'Δεν μπορώ να θυμούμαι οτιδήποτε ώστε να πάμε στη Νομική Υπηρεσία να μας πουν κατά πόσο ευσταθούν τα αδικήματα που τους υποβάλαμε τότε. Είναι υποχρέωση της Νομικής Υπηρεσίας να μας πει τι γίνεται με τις σχετικές νομοθεσίες. Εμείς δεν κρατούμε νομοθεσίες να τις κάνουμε updated'. Το μόνο που θα σχολιάσω είναι πως εύλογα αναμένεται η Αστυνομία σε ένα ευνομούμενο και ακραιφνώς δημοκρατικό κράτος να ερευνά πολίτες σε σχέση με υπαρκτά αδικήματα».
Η δικαίωση του «Π» και του εκδότη
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε τις αιτιάσεις και τις αξιώσεις του κ. Βρόντου και κατ’ επέκταση την αγωγή λιβέλλου εναντίον του «Π» με το εξής σκεπτικό:
«Ο ενάγοντας (σ.σ. Φ. Βρόντος) δίδοντας μαρτυρία έχει ρητά ξεκαθαρίσει πως ό,τι εκλαμβάνει ως δυσφημιστικό είναι τη φράση 'Σε μια άψογη, όπως αποδείχθηκε, συνεργασία με τον τότε εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Άκη Παπασάββα και τον κ. Φίλιππο Βρόντο από την Αστυνομία 'στήθηκε μια υπόθεση'» (πλέον η επίδικη φράση). Η επίδικη φράση ως μη ευνοϊκή προς τον ενάγοντα, αναπόφευκτα δεν του είναι και ευχάριστη. Είναι όμως τέτοια ώστε να καθιστά το δημοσίευμα δυσφημιστικό; Το δημοσίευμα αναφέρεται ακροθιγώς στον ενάγοντα υπό την ιδιότητά του ως αξιωματικού της Αστυνομίας και μόνο και σε σχέση με το γεγονός ότι ανέλαβε τη διερεύνηση πιθανής διάπραξης αδικημάτων από τον εκδότη της εφημερίδας 'Π' Γιάννη Παπαδόπουλο. […] Είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει στόχο τον ενάγοντα, ότι δεν αναφέρεται στον ενάγοντα, δεν αφορά τον ενάγοντα ο οποίος αναφέρεται μόνο παρεμπιπτόντως και σε σχέση με συγκεκριμένο γεγονός. Το πόσο εκτός του πνεύματος του δημοσιεύματος ευρίσκεται το πρόσωπο του ενάγοντα φαίνεται και από τον ίδιο τον τίτλο του 'Η αήθης επίθεση του Χρ. Χριστοδούλου, η A.A.V.K. Promotions, τα σεμινάρια και… ο Άκης Παπασάββας'. Ήδη από τον τίτλο είναι ξεκάθαρο σε ποιους συγκεκριμένα στοχεύει και αναφέρεται το δημοσίευμα. Επομένως, σταθμίζοντας, ισοζυγίζοντας και συνυπολογίζοντας τα πιο πάνω δεν θα χαρακτήριζα το δημοσίευμα δυσφημιστικό. Η θέση ότι 'στήθηκε μια υπόθεση' είναι θεμιτή εφόσον η ποινική υπόθεση εναντίον του Γ. Παπαδόπουλου ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία από τη στιγμή καταχώρισής της εξ ου και η επιλογή του ρήματος αποδείχθηκε. […] Το δημοσίευμα δεν είναι τέτοιο που εάν διαβαστεί στην ολότητά του και με τη συνήθη ερμηνεία των λέξεων δύναται να εκληφθεί ως δυσφημιστικό».
Αυτούσια η δικαστική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Αρ. Αγωγής: 98/2014)
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.