Το νάμιν
Της Μιράντας Λυσάνδρου*
Η ιστορία που εν’ σας αφηγηθώ πάρακατω εν’ πέρα για πέρα αληθινή. Τζιαι όι μόνον εννά μείνει στον νουν σας αλλά εννά πάθετε σιοκ, όπως έπαθα τζιαι γιω!
Έστειλέ με, που λαλείτε, η οδοντογιατρός μου να κάμω μιαν πανοραμικήν. Θωρεί με χρόνια πολλά τζιαι ξέρει πόξω τζιαι ανακατωτά πόσον ύπουλα εν’ τα δόνγκια μου. Επήα. Έδειξεν τρία προβλήματα το στόμαν μου, τζιαι η οδοντογιατρός επροτίμησεν αντί να μου κάμει πληγές πας στα ούλη, να με στείλει σε άλλον γιατρόν, πιο ειδικόν, που κάμνει εγχειρήσεις laser.
Έπκια τζιαι γιω καπάλι να στέλλω την πανοραμικήν με email σε οδοντογιατρούς, για να έβρω πκοιος κάμνει laser. Εν τζιαι έσιει πολλούς στην Κύπρον. Απαντήσαν μου τρεις. Οι δκυο στη Χώραν τζιαι ένας στη Λεμεσόν. Τζιείνος που τη Λεμεσόν έθελεν να πάω να με δει πριν μου κόψει κουβέντα. Λαλώ να μεν καταϊσιεύκω με την ώρα μου με την πεζίναν που γίνηκεν έναν αλλόναν. Πάω πρώτα στους άλλους δκυο, δίπλα πόσσω μου τζιαι θωρούμεν… Τον έναν έξερα τον. Απονεύρωσε μου τζιαι έναν δόντιν τον τζιαιρό που ήταν ο Γριστός μιτσής. Έξερα τον όμως τζιαι που άλλην ιδιότηταν. Που τότες που έκαμνεν τον παράγονταν. Που το γραφείον του απαντήσαν μου, το λοιπόν, πως ήτουν να με πκιάει τηλέφωνον. Όπως τζιαι έγινεν. Εν του είπα ότι έξερα τον. Μπορεί να αθθυμάτουν τζιαι τζιείνος το όνομα μου, διότι είχα του πκιάσει τζιαι συνέντευξην παλιά, αλλά εν είπεν τίποτε.
Μόλις μου είπεν που το τηλέφωνο πκοιος ένι, εθεώρησα δεδομένο ότι ήταν για να μου πει ότι μπορεί να με αναλάβει που τη στιγμήν που κάμνει τούντη θεραπείαν. Άρκεψα να του κάμνω ερωτήσεις, αλλά έκοψεν μεν. Είπεν μου μες στα μούτρα ότι τα δόνγκια μου εν έχουσιν καλήν πρόγνωσην. Ούτε έναν που τα τρία! Έππεσα που τα σύννεφα, διότι άλλα μου είπεν η οδοντογιατρός μου. Τι σημαίνει τούτον λαλώ του; Εν εκατάλαβα. Εννά ππέσουν; Τούτον εννοούσεν αλλά εν είσιεν μούτρα να μου το πει ίσια τζιαι σταράτα. Εχώστηκεν πίσω που την «κακήν πρόγνωσην». Εν ημπορώ να σου κάμω τίποτε, λαλεί μου. Εν ημπορώ να σε αναλάβω. Διότι αν σου τα σάσω εννά ’ρτεις ύστερα που λλίον τζιαιρό να μου λαλείς ότι εχαλάσαν πάλαι, τζιαι εννά φταίω εγιώ! Έμεινα σύξυλη που την κουβέντα που μου είπεν. Εφάρασα!
Έκλεισα το τηλέφωνο τζιαι για ώρες πολλές εκράτεν με ο δαίμονας. Ενακάτσιασα, αλήθκεια που σας λαλώ. Είπα του ούλλου του κόσμου. Εν’ γιατρός τούτος; Έδωκεν τον όρκο του Ιπποκράτη; Γίνεται γιατρός να αρνείται να σου κάμει θεραπείαν; Δηλαδή αν τούτος είσιεν έναν άρρωστον που έπκιασεν μιαν αρρώσκιαν τζιαι ήταν να πεθάνει, ήταν να του αρνηθεί θεραπείαν επειδή ήταν ετοιμοθάνατος τζιαι εμπορούσε να τον φταίουσιν οι συγγενείς του ύστερα;
Έθελα να του κάμω καταγγελίαν. Εν έκαμα. Έφκαλα τα σώψυχα μου πας στο χαρτί. Όσο για το στόμα μου ανέλαβεν το μια νέα οδοντογιατρός που εν φοάται ότι εννά φκάλει νάμιν αν σε λλία χρόνια μείνω δίχα δόνγκια. Πάντως, που τα τρία μόνον το έναν έσιει κακήν πρόγνωσην, αλλά τζιαι για τζιείνον έδωκεν μου λύση η μιτσιά. Τα άλλα δκυο εν’ μια χαρά. Ήδη έσασεν μου τα. Μεν έσιετε ένοιαν.
__________________________________________________
Η αγάπη μιας παπουτσοσυτζιάς
Γράφει: Δήμητρα Γαβριηλίδου*
Μια φοράν τζι’ έναν τζιαιρόν είχα πει του εαυτού μου ότι ήταν τζιαιρος να ’γοράσω τζι’ εγιώ κάτι στο χωρκό μου. Να ’χουν τα κοπελλούθκια μου ρίζες.
Εξεκίνησα να πηαίννω που σπίτι του σπιθκιού τζιαι να ρωτώ τους χωρκανούς αν πουλούν τα σπίθκια που έβρισκα όφκαιρα. Ο κάθε ένας ελάλεν τον πειν του τζιαι το ξειν του. Κάθε μέρα εξεκίνουν τζιαι επήαιννα τα σπίθκια έναν έναν. Όπου εθώρουν χαλαμάντουρον κατά τον τζιύρη μου έθελα να το ’γοράσω.
Μετά που κάμποσο τζιαιρόν η τύχη εγέλασεν μου. Ήβρα ένα σπίτιν όμορφον αρκοντικόν με αυλάες μεγάλες. Είπαν μου εν’ πλούσια τζιείνη που το έσιει, εν θα το πουλά. Λαλώ εννά ρωτήσω τζιαι πέρκι τζιαι πουλήσει μου το. Είπα τις πολλά ώσπου έπεισα την. Είπεν μου όμως ότι άφηννεν μια κοτζιάκαρη να μεινίσκει στο σπίτι τζιαι θα της το λάλεν άμαν το αγόραζα. Εκάμα με τα χαρκιά, έδωκα τα ριάλια, τζιαι πήαιννα ούλλο χαρά να δω το σπίτι μου. Φακκώ την πόρτα τζιαι αννοίει μου μια κοτζιάκαρη ούλλον περηφάνια.
«Καλώς την λαλεί μου… Ποιανού κόρη είσαι κόρη μου;».
Λαλώ της. Είμαι η Δήμητρα η κόρη του Γιώρκου του Τρουλιώτη. Αγγόνισα του Ζερζέκκη.
«Ε τζι’ ένναμπου θέλεις κόρη μου;».
Λαλώ της. Εγόρασα το τούτο το σπίτι κυρία Δέσποινα τζι’ ήρτα να το δω.
«Ε κόπιασε καλό κόρη μου. Κάτσε να σου κάμω καφέ».
Εγιώ καφέ έντζιαι έθελα γιατί εν πίννω. Εγιώ έθελα να δω το σπίτι. Έκαμνα πολλά όνειρα. Ίνταμπου έθελε σάσιμο, ίνταμπου έπρεπε να χαλάσω. Η κοτζιάκαρη ερώταμμε κάθε λλίον… « Άρεσε σου κόρη μου;». Ελάλουν της ναι, εν’ όμορφον. «Να ’ρκεσαι κόρη μου να το θωρείς».
Έκατσα λλίον μαζίν της τζι’ έφυα. Την επόμενην εφτομάδαν ξανά τα ίδια. Εγιώ να πηαίννω να κτυπώ την πόρτα, η κοτζιάκαρη να μου αννοίει την πόρταν τζιαι να μου λαλεί να κοπιάσω.
Άρκεψα να σκέφτομαι ότι πρέπει να της πω στα ίσσια, ότι έπρεπε να κανονίσει να πάει να μείνει στα παιθκιά της αλλά αντρέπουμουν. Έφυα… Ξανά τα ίδια τζιαι την επόμενην εφτομάδαν.
Λαλώ εννά της πω ότι εννά το σάσω τζιαι να έρτουν μαστόροι τζι’ εννά δύσκολο να μεινίσκει τζιαμαί. Α μάνα μου ίντα ήθελα. Ήταν να με φάει. Σαν της εμίλουν λαλεί μου, «Άκου να δεις κόρη μου. Εγόρασες τούτον το σπίτι άμα εμένα έντζιαι ρώτησε με κανένας. Εγιώ που τούτον το σπίτιν ενναά φύω άμα φκουν τα παπουτσόσυκα. Εκαρτέρουν τα ούλλον τον χρόνο για να φάω τζιαι να πάρω τζιαι των παιδκιών μου, εν θα φύω πριν».
Λαλώ τζι’ εγιώ, α μάνα μου έπαθα την. Πάω τζι’ εγιώ στην μάνα μου να ρωτήσω πότε ψήννουνται τα παπουτσόσυκα. Εθέλαν αλλοδκυό μήνες… Τι να κάμω τζι’ εγιώ, εκαρτέρουν ώσπου να ψηθούν τα παπουτσόσυκα. Άμαν τζι’ εψήθηκαν τζι’ έκοψεν τα τζι’ έπεψεν τζιαι των παιθκιών της, εσύναξεν τα πράματά της με τη βοήθεια των παιθκιών της τζι’ επήεν να μείνει στα παιθκιά της.
Το πρώτο που έβκαλα που το σπίτι ήταν η παπουτσοσυτζιά. Έμεινε μου φος… Αφού έμεινεν ένα φύλλο μες στην σακκούλλα τζι’ εφύτρωσεν παπουτσοσυτζιά.
*Η Δήμητρα Γαβριηλίδου είναι κόρη του Γιώρκου του Τρουλιώτη, αγγόνισσα τού Ζερζέκκη.
________________________________________________________
Ο Λουκής που ήταν τζιαι συνεργατιστής
Του Γιώργου Γεωργίου*
Άρεσκέν του πολλά του μακαρίτη του παππού μου του Λουκή να πηαίννει στις φιέστες του Συνεργατισμού τζιαι να με παίρνει μιτά του. Εγέμωννεν το σπίτιν του με ημερολόγια, ρολόγια του τοίχου, πεννούες τζιαι δευτερούθκια που είχαν το σήμαν του συνεργατικού του. Ένταμπου τα θέλεις παππού τούτα ούλλα, ελάλουν του; Εν’ δικά μας τούτα ελάλεν μου. Ως τζιαι στην ομάδαν του χάντμπολ του συνεργατικού έθελεν να με γράψει.
Ο Λουκής εν εμπήκεν ποττέ του σε τράπεζαν. Έντα δουλειάν έχω εγιώ στην τράπεζαν. Είμαι τίποτε επιχειρηματίας ελαλέν μου. Εγιώ είμαι συνταξιούχος. Για να μπεις σε τράπεζαν πρέπει να έσιεις πολλά λεφτά τζιαι πριν μπεις μέσα, να γυαλλίσεις τζιαι τα παπούτσια σου ελάλεν μου. Εν τον είδα ποττέ του αξιούριστον τζιαι αγυάλλιστον. Ως τζιαι στον καφενέν επήαιννεν με το κοστούμιν του τζιαι με τις κολόνιες του. Που τότες που ορφάνεψεν τζιαι οι τοκογλύφοι εφάαν την περιουσία της μάνας του, έμεινεν του φος τζιαι εν εδανείζετουν. Είσιεν μόνον καταθέσεις τζιαι το δευτεράκιν για τις αναλήψεις.
Αν εζιούσε σήμερα, ήταν να ’ν 100 γρονών. Επέρασα πολλά τζιαι ωραία χρόνια μιτά του τζιαι ποττέ έθθα τον ξηάσω. Εν έμεινεν παναΰριν που να μεν με πάρει. Στις μάππες ήθελεν να με παίρνει μιτά του να με κάμει Ομονοιάτην. Ως τζιαι στους αππάρους επήρεν με μια μέραν, τζιαι εφορτώθηκεν με πας στα ζινίσσια του για να θωρώ. Ένα καλοτζιαίριν που είσιεν μουντιάλ στην Αμερικήν, εκούρτισεν με να πάω να μείνω μιτά του. Να βάλλουμεν ξυπνητήρκα τζιαι να σηκωνούμαστεν μες στη νύχταν να θωρούμεν τες μάππες. Η γιαγιά μου, ήταν να φάει που πάνω της. Οϊ μάνα μου επελλάνετε τζιαι οι θκυο σας ελάλεν μας, τζιαι ενευρίαζεν που εν εμπόρεν να τζιοιμηθεί, τάχα που τις παουρκές μας.
Τες μέρες που εσούζετουν τζαι έπεφτεν ο Συνεργατισμός, εθυμήθηκαν τον πάλε. Που μέσα μου εσκέφτηκα πως ευτυχώς που εν ιζιεί να τον δει, τζιαι την ίδιαν ώρα έκαμα την εικόνα με τον πασιύν που εμοίραζεν τζιείνα ούλλα τα μασκαραλίκκια στους γέρους τζιαι στα μωρά. Εστράωννεν τους όπως ο Κολόμπος τους ιθαγενείς της Αμερικής με τες χάντρες, τζιαι έτρωεν με γρουσές κουτάλες αραγές σου; Έθθα μάθουμεν ποττέ. Τζιαι άραγες σου, ένταμπου να γείναν οι άλλοι οι «Λουκίες», τωρά που εν έσιει Συνεργατικά; Να γυαλίσουν τα παπούτσια τους, να φορέσουν τα κουστούμια τους τζιαι να παν στις τράπεζες να γυρευτούν για δανεικά με το αβρατινί, οξά εννά τους χαπαρίσει το computer τζι’ εννά τους πετάξουν έξω με τις κλωτσιές. "Πεςς ταμπούρα τορτ οκκά" που θα μας ελάλεν τζιαι ο μακαρίτης ο Λουκής.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.