Οι ασύντυσιοι
Ήταν δύσκολη η διαδρομή, ειδικά για μας που εμάθαμε να ταξιδεύκουμε μόνο με τη βοήθεια του google map, αφού ούλλα τα χωρκά αναγράφουνται μόνο στα τούρτσσικα.
Sipahi έγραφεν η ταπέλλα. Εφτάσαμεν στον προορισμόν μας τρία χιλιόμετρα. πού τη Γιαλούσαν τζιαι περίπου 18 χιλιόμετρα πού το Ριζοκάρπασον. Σε υψόμετρον 140 μέτρων πάνω πού την επιφάνειαν της θάλασσας. Τζιαμαί βρίσκεται η Αγία Τριάδα, Καρπασίας. Στη χερσόνησον που τα νερά της έχουν ούλλες τις αποχρώσεις του μπλε.
Η κυρία Μαρούλλα, η γιαγιά που επήαμε να συναντήσουμεν, εχαμογέλαν τζιαι ούλλο μάς αρώταν τι να μας τζιεράσει, ακόμα τζιαι ας ήταν πκιον περιορισμένη πας στο τροχοκάθισμα. Στην παρέα ήρτασιν ακόμα θκυο γειτόνισσες, επίσης εγκλωβισμένες, τζιαι ένας πού τους πρώτους έποικους που συντύχαννεν φαρσίν ελληνικά. Ένιωθα την ανάγκη να πάω έναν γυρόν στο χωρκό να ξιθάψω την ιστορία του. Είπαν μου οι γειτόνοι για τες θκυο εκκλησσιές τους, που τις συντηρούν τζιαι κάποτε μάλιστα λειτουργούν τες, αλλά έθελα να έβρω δικούς μου κρυμμένους γλωσσικούς θησαυρούς. Λέξεις-απομεινάρκα, απόδειξη μιας ζωής που εκόπηκε στη μέση.
Εγύριζα για πολλήν ώρα μες στο χωρκόν. Επαρατήρησα μα εν ήβρα γραμμένα κουτσσίν ελληνικά. Μιαν ταπέλλαν, μιαν ελληνικήν επιγραφήν, έναν όνομαν δρόμου που να έμεινεν μετά την εισβολήν. Τί-πο-τε! Ούτε μια συλλαβή γραπτή που να ψιθυρίζει πως σε τούτο το μισό νησίν, μισόν αιώναν πριν, μια άλλη γλώσσα ήταν ζωντανή. Εκατάληξα στο χριστιανικό νεκροταφείον του χωρκού, όπου ένας-ένας οι τελευταίοι εγκλωβισμένοι γειτονεύκουν πκιον. Τζιαι ίσως, άμαν νυχτώννει, σαν το χωρκόν τζιοιμάται, συντυχάννουν μεταξύν τους όπως εκάμανσιν παλιά στον καφενέν τους.
Ένας άνθρωπος στην είσοδον εθώρεν με απορημένος τζιαι είπε μου: «Ήρτες να δεις τους ασύντυχους;» τζι’ εχάθην. Εσκέφτουμουν πολλήν ώρα για να καταλάβω πως με το «ασύντυχους», μάλλον εννοούσεν τούτους που εν μπορούν να συντύχουν σε πλάσματα πκιον, μα ούτε τζιαι οι ζωντανοί σε τζιείνους. Πεθανίσκεις είπεν κάποιος, όι την ημέραν του θανάτου σου, μα την τελευταίαν ημέραν που εννά σε συναφέρει κάποιος.
Εθκιέβασα με προσοχήν, έναν-έναν τα ονόματά τους στα μνήματα, χαμηλόφωνα, σαν να τζιαι ήμουν μωρό με αλφαβητάρι στα σιέρκα. Σε θκυο μνήματα εκοντοστάθηκα λλίον παραπάνω. Στο έναν έγραφεν: Μηλίτσα, ετών 8, πέθανε από δάγκωμα φιδιού. Εθώρουν την ασπρόμαυρη φωτογραφία της. Ήταν τόσον όμορφη η Μηλίτσα με τις μπούκλες στα μαλλιά. Έφυεν πριν να δει τι εγίνηκεν τελικά το νησίν… τζιαι πως υπάρχουν θκυο λογιών φίδκια. Τούτα που έρπουν στη γην, τζιαι τ’ άλλα που κωλοσύρνουνται ανάμεσόν μας τζι’ ακκάννουν μας με το δηλητήριον τζιαι το μίσος τους.
Μόνο στα μνήματα, λοιπόν, ζιει γραμμένη η γλώσσα που συντυχάννασιν οι κάτοικοι τούτου του χωρκού, που ως το 1975 εφτάννασιν πάνω που τους σσίλιους. Όπως περνά ο τζιαιρός, τα ονόματα εννά σβήννουνται πού τη φθοράν. Οι τελευταίοι εγκλωβισμένοι εννά φύουν. Στο τέλος, εν ηξέρω πκιον τι εννά μείνει να μας αθθυμίζει πως στην Αγίαν Τριάδαν, που την λαλούν τωρά Sipahi, εζιούσαν ανθρώποι παλιά με τούτην την τοπολαλιάν.
Ο τάφος του παππού Κυριάκου, του άντρα της κυρίας Μαρούλλας, έστεκετουν βουβός. Άλαλος, όπως εκατάντησεν η γλώσσα μας στα κατεχόμενα χωρκά μας. Έκοψα του λλία κλαθκιά ελιάς τζιαι αγριολούλουδα. Κίτρινες μαργαρίτες, τζιαι ας μεν έξερα αν τες αγαπούσεν. Ευτύς ήρταν μέλισσες ζωντανές. Εν έχω ιδέαν αν ήρταν για τες μαργαρίτες ή για να σιαιρετήσουν τον παππού. Ο παππούς ο Κυριάκος μέσα στα πολλά του πάρε-δώσε με τη γην, αγάπαν τζιαι τη μελισσοκομίαν. Εφίλεψεν καμπόσον με τούτα τα ωφέλιμα όντα.
Τζι’ αναρωτήθηκα γιατί οι ανθρώποι να μεν ένι σαν τις μέλισσες; Γιατί να μεν μπορούν να ζιουν αγαπημένοι;
Πουποδά
Επεράσαν μέρες, τζιαι επισκέφτηκα την Τόχνη, πουποδά. Είχα ακούσει πολλά για την Τόχνη. Εν’ πανέμορφο χωρκόν, όντως. Έστεκα τζιαι θαύμαζα τα όμορφα πέτρινα σπίθκια του. Μα κάτι που θκιάβασα είσιεν βάλει μέσα μου την ιδέαν να ψάξω να έβρω το μουσουλμανικόν κοιμητήριον. Εδυσκολεύτηκα πολλά να το εντοπίσω, αφού πούποτε εν είσιεν μια ταπέλλα να με καθοδηγεί, παρόλον που το τουριστικό πκιον χωρκόν εν’ γεμάτον πινακίδες για ένα σωρόν άλλους τόπους τζιαι μνημεία. Τελικά, για να μεν πολλυλοώ άλλον, είδα το πού μακριά τζιαι κατηφόρισα.
Εμπήκα μέσα τζιαι παρατήρουν προσεχτικά. Σχεδόν εχαθήκαν τα ονόματα στις πλάτζιες τζιαι εγίνασιν ένα τα μνήματα με τα ξερά κλαθκιά. Γύρνει το έναν πας στο άλλο σε μια προσπάθεια για την τελευταία συντυσιάν. Άραγες, όπως χάννουνται οι γλώσσες εννά χαθούν τζιαι οι ιστορίες των ανθρώπων της; Εννά θαφτεί η αλήθκεια τζιαι οι μαρτυρίες της; Πόσον ιμοιάζει η ιστορία μας; Εννά την σβήσουν πριν μαθευτεί; Πως ότι σας επόνισεν, επόνισεν τζι’ εμάς. Πως ότι μας επόνισεν, επόνισεν τζι΄εσάς. Στην Τόχνη κανένας εν μιλά για το κακόν που εγίνην. Για τη σφαγήν του ’74. Αντίποινον το είπαν κάποιοι τζιαι ας καταγράφεται ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Μα για τούτα εν πολλοσυντυχάννουμεν πουποδά. Μα ούτε τζιαι πουποτζιεί. Μια γιαγιά μόνο μου είπε μια φοράν, πως εν ημπόρει να ξιχάσει τα κλάματα της γειτόνισσας. Αθθυμήθηκεν την που επαρακαλούσεν έναν που τους ελληνοκύπριους σαν εσυνάασιν τους δικούς της άοπλους στο σχολείον.
«Να χαρείς πιάσ’ τον άντρα μου, μα άφησ’ τον γιο μου, εν’ μωρόν. Πιάσ’ με εμένα στη θέσην του. Άηστον να ζήσει». Τζιαι έππεσε στα πόθκια του. Εμείναν ούλλες σιηράτες. Εβάλαν μές στα λεωφορεία ούλλους τους τουρκοκύπριους άντρες του χωρκού, άνω των 13, τζι’ επήραν τους στην Παλώθκια τζι’ εκτελέσαν τους. Άμαν επέρασεν τζιαιρός εβρεθήκαν τα όστα τους αλλά εν ετάφηκαν στο χωρκόν τους, την Τόχνη, μα που ποτζιεί. Υποσχέθηκα να έρτω πίσω στο παλιό μουσουλμανικόν κοιμητήριον. Να πω τζιαι τζιαμαί μια φορά τα λλία ονόματα που αχνοφαίννουνται ακόμα. Τζιαι ας μεν ηξέρω καλά τη γλώσσα, εννά έβρω τον τρόπο.
Όπως έφευκα έξω που το κοιμητήριον είσιε μόνο μιαν ταπέλλα γραμμένην στα αγγλικά, διαφημίζοντας την ταβέρνα του χωρκού: Tochni tavern. Μα για τα πλάσματα που εν’ θαμμένα δίπλα, τζιαι ας κάποια εφύαν πάνω πού έναν αιώνα πριν, εν έσιει ούτε μια πινακίδα, να το λαλεί. Πεθανίσκεις την τελευταίαν ημέραν που εννά σου συντύσιει κάποιος. Για τούτον συντυχάννω σήμμερα για λλόου τους. Για το κοιμητήριο δίχα όνομα. Με ελληνικόν με τούρτσσικον.
Σε τούτον τον τόπον εν πολλά που εν καταλάβω. Τζιαι εννά κλείσω τούντην ιστορίαν με μιαν απορίαν. Στα κυπριακά μας εκαταφέρασιν να συνυπάρξουν τα ελληνικά τζιαι τα τούρτσσικα. Να ζιουν οι λέξεις η μια δίπλα που την άλλη, χωρίς εχθροπραξίες. Τζιαι τούτον εν’ το μαράζι μου, μα τούτον εν’ τζιαι η ελπίδα μου. Οι λέξεις στη γλώσσα μας εκαταφέραν τα. Ό,τι τζιαι αν εκάμασιν για να τις εξαλείψουν. Οι ανθρώποι -ακόμα- όι. Συντυχάννω κυπριακά. Συντυχάννω στη διάλεκτο της ειρήνης.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.