Ένα πολύ ενδιαφέρον πλέγμα συνεπειών δείχνει να προκαλεί η απόφαση του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για αναγνωρίσει την κυριαρχία του κράτους του Ισραήλ επί των υψιπέδων του Γκολάν
Ένα πολύ ενδιαφέρον πλέγμα συνεπειών δείχνει να προκαλεί η απόφαση του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για αναγνωρίσει την κυριαρχία του κράτους του Ισραήλ επί των υψιπέδων του Γκολάν –απόφαση που γνωστοποιήθηκε μέσω twitter κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Πομπέο στην Ιερουσαλήμ στα πλαίσια και της τριμερούς με την Κύπρο και την Ελλάδα. Η κίνηση αυτή για αναγνώριση αποσχισθέντος, από τη Συρία, εδάφους ακολουθεί τη γνώριμη γραμμή της εξωτερικής πολιτικής Τραμπ η οποία, προ μηνών, προχώρησε και στη μεταφορά της πρεσβείας (τυπική) της Ουάσινγκτον από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, αναγνωρίζοντας έμμεσα την τελευταία ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Την ίδια στιγμή ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός πως η εν λόγω κίνηση, αν και προκάλεσε την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας με την πλειοψηφία των κρατών της ΕΕ αλλά και του αραβικού κόσμου να αντιδρούν έντονα, στην Κύπρο έλαβε χλιαρής αντιμετώπισης –λόγω και των αναβαθμισμένων σχέσεων, τα τελευταία χρόνια, της Λευκωσίας με το Τελ Αβίβ. Αρκετά παράδοξο, αν αναλογιστεί κανείς πως πολύ πρόσφατα πανηγυρίσαμε για την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στην υπόθεση του Αρχιπελάγους Τσάγκος-Μαυρίκιος για τον τερματισμό της βρετανικής διοίκησης στην περιοχή –εγείροντας ξανά, στον δημόσιο διάλογο, ζήτημα Βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο.
Η απόφαση Τραμπ Η απόφαση Τραμπ για αναγνώριση των υψιπέδων του Γκολάν διαφοροποιείται αισθητά από αυτή της μεταφοράς της πρεσβείας, μιας και παραβιάζει κατάφορα το διεθνές δίκαιο, αλλά και ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (κατ' εξοχήν το 497 του 1981 που καταδικάζει την απόσχιση του Γκολάν). Στην περίπτωση της μεταφοράς της αμερικανικής πρεσβείας δεν προκύπτει αναγνώριση της απόσχισης της ανατολικής Ιερουσαλήμ το 1967 –όπως διέτεινε και το ίδιο το αμερικανικό ΥΠΕΞ. Πέραν όμως της παραβίασης, η απόφαση Τραμπ επανακαθορίζει τις διπλωματικές ισορροπίες στον αραβικό κόσμο δημιουργώντας μια σειρά δυναμικών που σχετίζονται α. με ένα «κλείσιμο ματιού» της κυβέρνησης Τραμπ προς τη Ρωσία του Πούτιν και την παράνομη απόσχιση της Κριμαίας β. με την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή γ. με το Συριακό και την έκβασή του και δ. με τον ρόλο που διεκδικούν οι ΗΠΑ στην περιοχή σε σχέση με το Ιράν, αλλά και τις σχέσεις τους με τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο. Επί τούτου, η ισχυρή αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας στην απόφαση Τραμπ ερμηνεύεται ως μια κίνηση που θα περιπλέξει τις σχέσεις Ριάντ-Ουάσινγκτον. Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτό που η ανάλυση υπαγορεύει ως προς την ερμηνεία της απόφασης Τραμπ για τα Γκολάν συνδέεται άρρηκτα και με τον τρόπο που οι ΗΠΑ εισέρχονται έμμεσα ξανά στο Συριακό μετά την απόφασή τους για απόσυρση των δυνάμεών τους από τη χώρα, αλλά και με τον ανταγωνισμό ισχύος με τη Ρωσία, μιας και στην άλλη πλευρά του Γκολάν η επικράτηση Άσαντ αναβαθμίζει τη Μόσχα και το Ιράν (αλλά και στη Χεζμπολάχ) στρατηγικά, με ισχυρή πλέον στρατιωτική και πολιτική παρουσία εγγύτερα στην ισραηλινή επικράτεια.
Η αντίδραση της Κύπρου Αν και τις τελευταίες δεκαετίες η Κύπρος στηρίζεται κατ' εξοχήν στο διεθνές δίκαιο προκειμένου να αντιμετωπίσει την τουρκική de facto κατοχή εδαφών της, αλλά και την παράνομη ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» μετά τον Νοέμβριο του 1983, στην περίπτωση της απόφασης Τραμπ δεν προχώρησε με επίσημη ανακοίνωση που να καταδικάζει την αναγνώριση αποσχισθέντων εδαφών. Μια τέτοια απόφαση χρήζει πολλαπλών ερμηνειών, καταδεικνύοντας αφενός, με κάθε ρεαλισμό, το περιορισμένο εκτόπισμα της Κύπρου στο να διαμορφώνει πολιτική στην περιοχή προκειμένου να μην δυσαρεστήσει εταίρους και συμμάχους και αφετέρου, υπενθυμίζοντας, με κάθε κυνικότητα, ότι το διεθνές δίκαιο παραμένει ένα διπλωματικό και πολιτικό εργαλείο με περιορισμένες δυνατότητες. Απαραίτητο μεν για τα μικρά κράτη, χωρίς ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα δε όταν χρησιμοποιείται είτε εργαλειακά είτε κατά το δοκούν. Σε μια κρίσιμη περίοδο για τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, αλλά και σε μια χρονική συγκυρία όπου η Λευκωσία επενδύει τόσο πολύ στις διμερείς σχέσεις με το Ισραήλ, μια ισχυρή καταδικαστική απόφαση θα δυσαρεστούσε τόσο την Ουάσινγκτον όσο και το Τελ Αβίβ. Η Κύπρος δείχνει να στέκεται, ad hoc, πίσω από την ΕΕ η οποία εξέδωσε απόφαση (σ.σ. εκπρόσωπος της ΕΕ τόνισε ότι η Ένωση δεν αναγνωρίζει την κυριαρχία του Ισραήλ επί των υψιπέδων του Γκολάν, ενώ θεωρεί κατεχόμενα τα εδάφη αυτά. «Η θέση της ΕΕ δεν έχει αλλάξει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δεν αναγνωρίζει την κυριαρχία του Ισραήλ επί των εδαφών που κατέχει από τον Ιούνιο του 1967, περιλαμβανομένων των υψιπέδων του Γκολάν και δεν τα θεωρεί τμήμα των ισραηλινών εδαφών» αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση), τόσο συλλογικά όσο και σε επίπεδο κρατών, όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία. Την ίδια στιγμή ωστόσο προκαλεί απορία με ποια λογική η Κύπρος ακολουθεί μια τέτοια οπορτουνιστική στάση σε ένα ζήτημα αρχής του διεθνούς δικαίου, τη στιγμή που η Τουρκία κεφαλαιοποιεί, διαχρονικά, την παραβίαση του διεθνούς δικαίου στην περίπτωση των Τουρκοκυπρίων, βάζοντας στην εξίσωση το τελευταίο διάστημα και την ενεργειακή διάσταση. Ενώ στην περίπτωση του Μαυρικίου στην κυπριακή δημόσια σφαίρα κυριάρχησε ενδιαφέρον, συστάθηκε αντιπροσωπεία νομικών experts που ασχολήθηκε τεχνοκρατικά με το θέμα και στο τέλος τέθηκε, εν έτει 2019, έστω και νομικίστικα, το ζήτημα της απομάκρυνσης των Βρετανικών Βάσεων από την Κύπρο, στην περίπτωση του Γκολάν επικράτησε σιγή ασυρμάτου. Σε κάθε περίπτωση, η Κύπρος παραμένει ένα μικρό κράτος με περιορισμένες δυνατότητες στο να δυσαρεστεί τις ΗΠΑ (ή τη Ρωσία αντίστοιχα), που την ίδια στιγμή, λόγω και της φύσης του προβλήματός της, παραμένει προσκολλημένη στο διεθνές δίκαιο. Επί της αρχής όμως; Οι επιμέρους ανάγκες που προκύπτουν από τον πολιτικό ρεαλισμό, αλλά και από τον κυνισμό –όπου αυτός κρίνεται χρήσιμος- οφείλουν να απαντήσουν σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα.
Αντί επιλόγου Στην Κύπρο επικρατεί ακόμη ένα παράδοξο. Ενδεικτικό τής μη ωρίμανσης της εξωτερικής μας πολιτικής. Η κριτική στη δημόσια σφαίρα επί αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής γίνεται αντικείμενο μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και ιδεολογικής διαπάλης –συχνά στη βάση των επιμέρους ιδεοληψιών. Το βιώσαμε με το πρόσφατο παράδειγμα της κριτικής στην Τριμερή της Ιερουσαλήμ, με μια μερίδα δημοσιογράφων κι αναλυτών, αλλά και της κυβέρνησης, να υπεραμύνονται της γεωπολιτικής αναβάθμισης της Κύπρου και του μηνύματος που υποτίθεται στάλθηκε από τον Πομπέο στην Τουρκία. Επί τούτου να υπενθυμίσουμε ότι η αμερικανική πολιτική ανάμειξη στις ισραηλινές εκλογικές διεργασίες δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ο πατέρας Μπους δεν συμπαθούσε ποτέ τον Γιτζάκ Σαμίρ. Ο Μπιλ Κλίντον φωτογραφίζονταν το 1996 με τον Σίμον Πέρες στο Σαρμ ελ Σέιχ της Αιγύπτου γιατί ήθελε να χάσει, τότε, ο Νετανιάχου. Τον Πέρες και το κόμμα των Εργατικών στο Ισραήλ υποστήριζαν πάντα, ανοικτά, ο Βρετανός Τόνι Μπλερ και ο Γάλλος Φρανσουά Μιτεράν. Ο Ομπάμα δεν συμπάθησε ιδιαίτερα ποτέ τον Νετανιάχου κι αντιστρόφως. Τον Νετανιάχου, στον αντίποδα, πάντα συμπαθούσε ο βασιλιάς της Ιορδανίας, ενώ παλιότερα, στη δεκαετία του '70, o Αιγύπτιος Πρόεδρος Σαντάτ υποστήριζε το Λικούντ και τον Μεναχέμ Μπέγκιν. Το να υποστηρίξει η κυβέρνηση Τραμπ τον Νετανιάχου και να τον βοηθήσει και με την κίνηση για τα Γκολάν, είναι κάτι που υπαγορεύεται από τις τρέχουσες σχέσεις Ισραήλ-ΗΠΑ και είναι κάτι που πρέπει να ανιχνεύσουν κάθε φορά οι διαμορφωτές της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής. Ο πολιτικός ρεαλισμός όμως για την Κύπρο θα υπαγόρευε εκπτώσεις στο διεθνές δίκαιο, αν το τελευταίο ήταν ένα από, τα πολλά, διπλωματικά εργαλεία μας στο Κυπριακό. Αν βρισκόμαστε στο σημείο να έχουμε μια τέτοια πολυτέλεια ελιγμών, λόγω επιρροής, από τη στάση, αρχών έχει καλώς. Κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε ότι όντως είμαστε ικανοί παίκτες στην περιοχή. Το ζήτημα όμως είναι πως, αν δεν έχουμε αποκτήσει αυτό το προνόμιο, τότε η απομάκρυνσή μας από τις αρχές του διεθνούς δικαίου, το κατ' εξοχήν όπλο υπεράσπισης της ΚΔ σε σχέση με το Κυπριακό, θα μπορούσε να στραφεί, μελλοντικά, εναντίον μας με πολλές μορφές από την τύχη της θητείας της UNFICYP μέχρι το μέλλον της λεγόμενης ΤΔΒΚ. Καλό είναι να υπάρχει συνεπώς η επίγνωση του σχήματος που περιγράψαμε μόλις σε όποια μορφή άσκησης κριτικής των γεωπολιτικών εξελίξεων της περιοχής, από όπου κι αν προέρχεται.
QUOTE «
H αμερικανική πολιτική ανάμειξη στις ισραηλινές εκλογικές διεργασίες δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ο πατέρας Μπους δεν συμπαθούσε ποτέ τον Γιτζάκ Σαμίρ. Ο Μπιλ Κλίντον φωτογραφίζονταν το 1996 με τον Σίμον Πέρες στο Σαρμ ελ Σέιχ της Αιγύπτου γιατί ήθελε να χάσει, τότε, ο Νετανιάχου. Τον Πέρες και το κόμμα των Εργατικών στο Ισραήλ υποστήριζαν πάντα, ανοικτά, ο Βρετανός Τόνι Μπλερ και ο Γάλλος Φρανσουά Μιτεράν. Ο Ομπάμα δεν συμπάθησε ιδιαίτερα ποτέ τον Νετανιάχου κι αντιστρόφως. Τον Νετανιάχου, στον αντίποδα, πάντα συμπαθούσε ο βασιλιάς της Ιορδανίας, ενώ παλιότερα, στη δεκαετία του '70, o Αιγύπτιος Πρόεδρος Σαντάτ υποστήριζε το Λικούντ και τον Μεναχέμ Μπέγκιν». Twitter: @JohnPikpas
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.