Ο Χαράλαμπος, ένα παιδάκι δέκα χρονών, ζει στην Αγία Βαρβάρα. Οι γονείς του βιοπαλαιστές, τον προσέχει η γιαγιά του. Στο σχολείο είναι μέτριος μαθητής. Αγαπά όμως πολλά την ιστορία, τα τανκς και τα χώματα. Όταν τον ρωτούν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, απαντά πιλότος να ταξιδεύει να πετά πάνω που την Αφρική να θωρεί τα άγρια ζώα. Και να έχει ένα σπιτάκι μάλλον κάπου στο Τρόοδος.
Ο Χαράλαμπος παρ' όλες τις δυσκολίες που του έφερε η ζωή, ποτέ δεν χάνει το κέφι του. Πάντα πρόθυμος και χαμογελαστός, βοηθά τα υπόλοιπα παιδάκια να βρουν τη χαρά τους όποτε τσακώνονται με τους γονιούς τους ή για οτιδήποτε άλλο μπορεί να νιώθουν λυπημένα.
Ο παπάς του, που αγαπά πολλά τη γη χωρίς ο ίδιος να έχει κάποιο χωράφι, είναι το πρότυπό του. Μαζί του έμαθε πολλά. Να ξεχωρίζει τα άγρια χόρτα, να βρίσκει αγρέλια, καππάρι, μανιτάρια, να μαζεύει ελιές.
Τον τελευταίο μήνα ο μικρός τούτος αποφάσισε να μαζέψει καμιά δεκαριά μωρά της γειτονιάς του, συμμαθητές και φίλους και να χτίσουν όλοι μαζί ένα σπιτάκι. Ένα σπιτάκι δικό τους από την αρχή μέχρι το τέλος. Σε ένα άδειο οικόπεδο, από τα ελάχιστα που έμειναν όφτζαιρα.
Έτσι ξεκίνησε η ωραία περιπέτεια. Κουβάλησαν αρχικά πολλά παλέτα που τους τα χάρισε ένας καλός γείτονας χτίστης. Με σκεπάρνια και σφυριά και σπόντες ξεκίνησαν να καρφώνουν. Πολλές ώρες, πολλές μέρες. Τακ τουκ τακ τουκ, μέσα στα μεσημέρια ασταμάτητα. Μια γιαγιά γειτόνισσα που είδε την υποβόσκουσα επανάσταση στο άλλοτε νεκρό οικόπεδο, μια μέρα βγήκε έξω και έφερε στην παρέα του Χαράλαμπου νερό τζαι γλυκό κεράσι.
Σε λίγες μέρες , ο χώρος γέμισε φανταστικά παλετοσπιτάκια. Τα μωρά κουβάλησαν από τις αυλές τους διάφορα αντικείμενα σπασμένα και ταλαιπωρημένα, δίνοντάς τους μια νέα ζωή. Έβαλαν στύλους-κλαδιά και πάνω τους έδεσαν παλιοσύρματα, δήθεν ότι έχουν ρεύμα. Κάτι σπασμένες πλαστικές καρέκλες που τους έλειπαν ένα δύο πόδια, αλλά τις έφτιαξαν κολλώντας πάνω τους σωλήνες.
Ο παπάς του Πετρή ο Μανώλης που ασχολείται με τα ρεύματα και φτιάχνει τις ηλεκτρικές σκούπες και συντονίζει τις τηλεοράσεις των γέρων γειτόνων του κάθε Κυριακή αφιλοκερδώς, τους μίλησε πολλές φορές για τον ηλεκτρισμό. Τα μωρά τον άκουγαν αποσβολωμένα. Ο Κούλης ο χτίστης καθισμένος σε μια καρεκλού, προσέχει τον δρόμο απέναντι να μην βουρούν τα αυτοκίνητα. Η κυρία Παντελίτσα τους φέρνει χυμούς και προσέχει τον Χαράλαμπο να μην κάνει πολλή φασαρία τα μεσημέρια γιατί θα διαμαρτυρηθεί δικαίως ο αλουμινιτσιής δίπλα. Ο αλουμινιτσιής όμως όχι μόνο δεν διαμαρτυρήθηκε αλλά κάποια φάση βοήθησε κιόλας με το να απαντά τις ερωτήσεις του Ιωάννη για τα μέταλλα και το πώς λυγίζουν ώσπου να γίνουν παράθυρα.
Τα σπιτάκια τα βράδια τα κλειδώνουν με φτηνές κλειδωνιές. Φοβούνται να μην τους κλέψουν καμιά σπόντα, ένα παλιό χαλάκι, τις πέτρες που με κόπο έκαμαν παγκάκια να κάθουνται (πράγματι, μια νύχτα κάποιος τους έκλεψε το πλαστικό παγκάκι που τους έδωσε η Ανθή, η μάμα του Σάββα, για να κάθονται).
Τελευταία η παρέα του Χαράλαμπου φύτεψε ένα μικρό περιβόλι. Αγγουράκια, ντομάτες, πιπεριές, μαρούλια και κολοκύθες. Ρόκες, λάχανα, βασιλιτσιές, κάτι καχτούθκια και άλλα πολλά.
Η καλή γειτόνισσα η γιαγιά τους έδωσε το νερό να τα ποτίζουν. Τα παιδιά δεν τη ρώτησαν γιατί το κάνει αλλά η ίδια μια μέρα τους είπε από μόνη της ότι το κάνει για να τη θυμούνται όταν πεθάνει. Το περιβόλι απέδωσε καρπούς και η Παυλίνα η μάμα του Πετρή έφαγε την πρώτη σαλάτα του Καίσαρα με αψέκαστο και τρυφερό μαρούλι.
Οι παλιοί κάτοικοι του χωρκού που θυμούνταν τους δρόμους τους γεμάτους ζωή, ξαναβρήκαν λίγη από τη χαμένη τους ζωντάνια. Με τον Χαράλαμπο, ο χρόνος επέστρεψε στο παρελθόν και γέμισε αθώες χαρές και τσιριλιές, όσα κάποτε ζούσε ο Τάκης ο εξηντάρης πια και έλεγε του Δημήτρη του παπά του Ιωάννη πως όλα πέθαναν.
Μα όχι. Έξω από τα σχολεία και το βαρετό εκπαιδευτικό σύστημα, τα παιδάκια έφτιαξαν έναν δικό τους κόσμο. Τον αληθινό μάλλον. Τα πηλωμένα παπούτσια τους, οι διαφορετικές τους ιστορίες, η γειτονιά τέλος πάντων, λειτουργεί ακόμα και ευτυχώς. Θεραπευτικά. Με έναν τρόπο που κανένα σχολείο ποτέ δεν θα καταφέρει.
Και ο Χαράλαμπος; Αυτός σηκώνει κάθε μέρα το λάβαρο της νίκης. Της αριστείας που λαλούν. Αυτό που ποτέ δεν θα του δώσει η δασκάλα του. Σημαία του είναι μια κουρελλού της γιαγιάς του που πάνω της του ζωγράφισε η μικρή Στέλλα μια καρδία. Το τανκς του; Ένα σπιτάκι από παλέτα ζαβό και άναρχο. Που αν και το πυροβολούν συνέχεια οι κακοί, πάντα βγαίνει από μέσα του ζωντανός εξαιτίας του ρομποτικού του κράνους που φορά στο κεφάλι. Μια παλιομαείρισσα της κυρίας Ελένης που απέναντι, που μες τη βδομάδα τους φτιάχνει χαλλουμόπιττες και κέικ και ένας μιτσής τη ρωτά να μάθει τις συνταγές της.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.