Όταν αρρώστησε και πέθανε το γλυκύτατο επτά μηνών βρέφος στη γειτονιά σου, το κοίταξες θλιμμένα με την έκφραση που είχες οκτώ χρονών την ώρα που ήρθε ο νεκροθάφτης, ο οποίος είχε ένα γυάλινο μάτι, το τύλιξε σε ένα πράσινο ύφασμα, το έβαλε κάτω από το ένα του χέρι και ετοιμαζόταν να το πάρει με το ποδήλατό του να το θάψει στο νεκροταφείο. Θυμάσαι τις κραυγές των φτωχών γονιών; Γι’ αυτό χάλασες τις σχέσεις σου με αυτόν τον κόσμο; Γι’ αυτό έγινες έτσι; Γι’ αυτό πάντα θες να γκρεμίσεις όσα υπάρχουν και να βάλεις άλλα πράγματα στη θέση τους; Γι’ αυτό αγάπησες τόσο πολύ τον Τσε; Γι’ αυτό διάβασες το μυθιστόρημα του Οστρόφσκι «Πώς δενότανε το ατσάλι»; Γι’ αυτό θαύμασες τη «Μάνα» του Γκόρκι; Γι’ αυτό άφησες το πνεύμα σου να το αρπάξει ο Ναζίμ; Βγήκες από γειτονιές που όλοι κάθονταν με κοντά παντελόνια μπροστά στην πόρτα, έτρωγαν καρπούζι δαγκώνοντάς το με το φύλλο και όποτε άκουγαν κάλεσμα για κηδεία έλεγαν «πέθανε και γλύτωσε». Έγιναν φίλοι σου εκείνοι που έκαναν πρόγευμα όταν πήγαιναν τα πρωινά στο σχολείο λιανίζοντας ξερό ψωμί στο τσάι τους που βρισκόταν μέσα στο πιάτο. Μεγάλωσες σε σπίτια που τοποθετείτο λεκάνη κάτω από τις στέγες που έσταζαν, που έκαναν μπάνιο με μαστραπά με νερό το οποίο είχε ζεσταθεί πάνω σε ατμό σε καζάνια, που έκαναν έρωτα οι σκιές στους τοίχους στο τρεμάμενο φως των λαμπών φανού. Είχες μια μητέρα που έκλαιγε στις μελοδραματικές ταινίες. Γι’ αυτό δεν αγάπησες ποτέ εκείνους που εκφωνούσαν λόγους οι οποίοι μιλούσαν για πατρίδα και έθνος. Δεν τους χειροκρότησες ποτέ. Για εσένα ουδέποτε ήταν ιερά πράγματα οι σημαίες και τα εμβατήρια. Όσο δεν αγάπησες τους Άγγλους στρατιώτες που έβαζαν όλους στα σπίτια τους σπρώχνοντάς τους με τα όπλα τους με τις ξιφολόγχες επειδή υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, άλλο τόσο δεν αγάπησες και εκείνους που έγραφαν με κόκκινη μπογιά στους τοίχους. Πάντα ήθελες να ανθίσει στην ψυχή σου ένα λουλούδι που μυρίζει λεβάντα ή φούλι, όμως εκεί δεν έμεινε απολύτως τίποτε άλλο εκτός από μια φωτιά επανάστασης. Τότε κατάλαβες ότι δεν είναι αμαρτία να κλέβεις κορόμηλα από τον κήπο ενός πλούσιου σπιτιού. Πάντα πίστευες στην αθωότητα εκείνων που δολοφονήθηκαν εκ μέρους αγνώστων μασκοφόρων, πάντα ήσουν εχθρός εκείνων που τους σκότωσαν. Ποτέ δεν πίστεψες σε έναν Θεό, ο οποίος δεν προστάτευε τους καταπιεσμένους. Κατάλαβες και εσύ ότι ούτως ή άλλως δεν έχει ανάγκη τον Θεό κανένας που είναι αναμάρτητος. Ένας Λουμούμπα στο Κόγκο, ένας Αμιλκάρ Καμπράλ στο Πράσινο Ακρωτήρι, ένας Μανώλης Γλέζος στην Ελλάδα. Ένας Γκάντι στην Ινδία, ένας Μεντέλα στη Νότια Αφρική, ένας Ντενίζ Γκεζμίς στην Τουρκία. Και ένας Ζορό στο σινεμά. Πάντα ήταν φίλοι σου.
Έφυγαν ο ένας μετά τον άλλον όσοι φορτώθηκαν στην πλάτη τους το βαρύ φορτίο αυτού του κόσμου. Πάντα ήταν το φως στα σκοτεινά σου βράδια. Πόσες φορές ρώτησες τον Τολστόι για την άποψή του. Πόσες φορές τον Τσέχοφ. Πόσες φορές ρώτησες τη Σύλβια Πλαθ, τη Βιρτζίνια Γουλφ, την Άννα Αχμάτοβα. Πάντα σε κοιτούσαν χαμογελώντας για τις αδέξιες ερωτήσεις σου οι Τζεμς Τζόις, ο Αλμπέρ Καμί και ο Σάμουελ Μπέκετ. Όχι! Δεν μπορείς εσύ να σηκώσεις το βάρος αυτού του κόσμου. Δεν μπόρεσες καν να μεταφέρεις ένα μικρό νησί. Έρχονται ένα πρωί. Παίρνουν όλα όσα έχεις και φεύγουν, τα φορτώνουν σε αυτοκίνητα κατασχετών. Καταρρέεις στο γραφείο σου που έμεινε εντελώς άδειο σαν διαμέρισμα προς ενοικίαση, κρατώντας μια εφημερίδα στο χέρι. Και δεν εκπλήσσεσαι καθόλου όταν βλέπεις πως μαζεύτηκαν στην πόρτα σου κάτω από την προστασία της Αστυνομίας και του στρατού για να σε σκοτώσουν ένα πρωί. Διότι πάντα περίμενες τους βαρβάρους, έτσι δεν είναι; Δεν υπήρξε έστω και μια μέρα που δεν περίμενες τους βαρβάρους. Ήρθαν Καβάφη, ήρθαν. Ήρθαν σαν εκείνους που ήρθαν να σκοτώσουν τον Ταράντα Μπαμπού του Ναζίμ. Μήπως σηκώθηκαν και ήρθαν από το Σίβας; Από το Χατάι; Από τα Άδανα; Λέρωσαν τα χέρια τους με το αίμα 33 διανοουμένων που έκαψαν ζωντανούς στο Σίβας. Τι δουλειά είναι αυτή, Θεέ. Κοίτα, επαναστατεί ενάντιά σου ακόμα και ο ποιητής που πιστεύει σε εσένα: «Μήπως στην Αποκάλυψη είναι η σωτηρία των απελπισμένων;». Τουρκία! Καημένη Τουρκία! Κύπρος! Καημένη πατρίδα μου.
Ήρθες από εποχές που θεωρούσες τον εαυτό σου ήλιο απέναντι στη θάλασσα. Από σοκάκια φτωχικά και στενά. Ο πατέρας σου αγαπούσε να σου κολλάει φλούδες αγγουριού στο μέτωπο. Μας περικύκλωσαν οι φανατικοί της θρησκείας και οι διάβολοι. Ας μας περικυκλώσουν. Ας «μείνει ήλιος στο μέρος στο οποίο κιτρινίζουν τα αγριόχορτα, και ενθουσιασμός στο δέρμα στο οποίο αγγίζει η σφαίρα»…
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.