Μια αναφορά προ ημερών, μια αναφορά στην Ελλάδα συγκεκριμένα την οποία πολλοί έχετε δει, άνοιξε και πάλι μια παλιά και γνώριμη σε εμάς συζήτηση: γράφεται η κυπριακή διάλεκτος; Και κυρίως θα έπρεπε να γράφεται;
Το πώς προέκυψε εκ νέου η συζήτηση αυτή εξηγείται σχετικά εύκολα. Η εμφάνιση τα τελευταία χρόνια μιας νέας γενιάς Κυπρίων συγγραφέων οι οποίοι μάλιστα κατάφεραν για πρώτη φορά στα χρονικά να διεισδύσουν με αξιώσεις στην ελληνική αγορά βιβλίου, έφερε και πάλι στο φως -εκεί- την κυπριακή διάλεκτο.
Μια διάλεκτο, ας σημειωθεί, η οποία στο ίδιο χρονικό διάστημα εμφανιζόταν και σε κοινές τηλεοπτικές παραγωγές και είχε μπει έτσι αναπόφευκτα στη καθημερινότητα των νεοελλήνων οι οποίοι, εάν θέλουμε να είμαστε και ειλικρινείς, δεν ενθουσιάζονται ακριβώς όταν την ακούν.
Για να μην τα παίρνουμε όμως όλα προσωπικά, ουδεμία από τις ζωντανές ακόμη ελληνικές διαλέκτους ευτύχησε, ευτυχεί και φοβάμαι θα ευτυχήσει ποτέ να αντιμετωπιστεί από το «εθνικό κέντρο», ό,τι βέβαια και εάν σημαίνει αυτό στις μέρες μας, ως κάτι περισσότερο από κάτι αλλόκοτο ή κάτι το οποίο προσφέρεται για να κάνει κανείς πλάκα. Κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση.
Γεγονός δε, είναι πως η κυπριακή, ως μια «τραχιά» διάλεκτος με αμέτρητες ξένες επιδράσεις -εγώ προτιμώ να λέω με ολόκληρη την Ιστορία του νησιού μας αποτυπωμένη εκεί τόσο όσο πουθενά αλλού- είναι ίσως από τις λιγότερο δημοφιλείς στην Ελλάδα. Τις λιγότερο ευχάριστες στα ώτα των νεοελλήνων, πολλοί από τους οποίους την αντιμετωπίζουν λόγω άγνοιας ως ένα είδος κακών ελληνικών. Κακόηχων επίσης αλλά αυτό είναι θέμα προσωπικής αισθητικής όχι άγνοιας.
Ένα είναι όμως να ακούει κανείς τις ορδές ενός συγκεκριμένου είδους Κυπραίων στην Ερμού να αλαλάζουν και άλλο είναι να συναντά κανείς τη διάλεκτο αυτή στην καθημερινότητά του και ακόμη «χειρότερα», αποτυπωμένη στον κόσμο του βιβλίου και της συγγραφής, έναν κόσμο ο οποίος επιδιώκει πολύ συχνά να ζει πίσω από τείχη πανύψηλα ως μια ελίτ, με την καλή συχνά αλλά δυστυχώς εδώ και με την κακή έννοια. Τροφοδοτώντας έτσι, εκείνο που στα αγγλικά περιγράφεται υπέροχα με τον όρο «self-importance».
Έναν όρο ο οποίος δεν απαξιώνει απαραίτητα τον άνθρωπο τον οποίο περιγράφει, έτσι; Αναφέρεται απλώς στην πρόσθετη αξία την οποία ένας άνθρωπος, ακόμα και μια διάνοια στο είδος της αποδίδει στον εαυτό του, χωρίς αυτό το επιπρόσθετο να τεκμαίρεται.
Εκείνο το λίγο, το ελάχιστο έστω το οποίο όμως μπορεί να τον αποκόψει από την κατά τα άλλα θαυμάσια και θαυμαστή του πραγματικότητα. Ένας διανοούμενος λ.χ. μπορεί αναμφίβολα να προσθέσει στην εποχή του. Εκεί όμως που αρχίζει να θεωρεί ότι μπορεί να την καθορίσει και ότι πρέπει, μπαίνει αυτομάτως σε μονοπάτια άβολα.
Σ' αυτό λοιπόν το ιδιόμορφο και σίγουρα όχι ιδιαίτερα φιλικό περιβάλλον εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα εντονότερα η κυπριακή διάλεκτος.
Ως ήχος… κακών ή παράξενων ελληνικών για τις μάζες και ως θράσος μιας νέας γενιάς συγγραφέων για την αθηναϊκή πνευματική ελίτ, εκτός και εντός εισαγωγικών. Την ελίτ η οποία δυσανασχετεί στη σκέψη ότι θα αγοράζει ένα βιβλίο το οποίο θα παραπέμπει την υψηλή της διάνοια -και δεν το λέω απαραιτήτως ειρωνικά αν και σε μεγάλο βαθμό έτσι είναι- σε διαλέκτους και άλλα φαινόμενα τα οποία δυσκολεύουν τον μύλο της νεοελληνικής ευκολίας και της ομοιογένειας.
Εδώ ξεκινούν και τα «δεν πρέπει». Δεν πρέπει να γράφεται η διάλεκτος, δεν πρέπει να γίνεται το ένα, δεν πρέπει να γίνεται το άλλο. Και αν μιλάμε για την κυπριακή διάλεκτο το επιχείρημα αυτό βρίσκει έναν ισχυρό σύμμαχο στα συμπλέγματα τα οποία καλλιεργούνται συστηματικά στην κυπριακή κοινωνία σε σχέση με την τοπολαλιά της τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες.
Πολλοί είναι και εδώ εκείνοι που τάσσονται κατά της γραφής της διαλέκτου όχι για λόγους γλωσσικούς τους οποίους μπορεί κανείς να τους συζητήσει ή και λόγους ακρίβειας καθώς όντως αυτό που παράγεται συχνά είναι η κακοποιημένη διάλεκτος αλλά, διότι όπως η διάλεκτος είναι ριζωμένη στη νοοτροπία του νεοέλληνα ως κάτι τουλάχιστον υποδεέστερο της νέας ελληνικής, της καθομιλουμένης, έτσι και στα μυαλά πολλών Κυπρίων είναι ταυτισμένη με κάτι χωρκάτικον.
Με ό,τι δηλαδή διαλύει την ψευδαίσθηση του μέσου Κυπρίου ότι ανήκει στο κομμάτι εκείνο το οποίο πέρασε επιτυχώς την αστικοποίηση και την απομάκρυνση από το ταπεινό παρελθόν και το μαντρί των προγόνων του.
Όποια όμως και να είναι τα συμπλέγματα, ημών ή των Αθηναίων και των άλλων του ελληνικού χώρου, όποιες και εάν είναι οι παγιωμένες αντιλήψεις και οι φαντασιώσεις που χωρίζουν και πολλούς νεοέλληνες από τα ρωμέικα ή και τα αρβανίτικα ακόμα των παππούδων τους και ας μείνουμε μέχρις εδώ, όποια και εάν είναι η ανάγκη κάποιου να νιώσει ότι η mainstream γλώσσα ή αναλόγως η απόρριψη της διαλέκτου ή του τρόπου που μιλά ή γράφει ο άλλος τον εξυψώνει ως κάτι καλύτερο, ένα παραμένει σίγουρο: γλώσσες και διάλεκτοι παραμένουν ζωντανές παρουσίες της κάθε εποχής.
Εξελίσσονται και αλλάζουν. Και κανείς, ούτε οι διανοούμενοι ούτε οποιοσδήποτε άλλος έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν τις εξελίξεις, όπως πάμπολλες φορές το παρελθόν μας έχει αποδείξει. Από το ζήτημα της καθαρεύουσας μέχρι την αβίαστη υιοθέτηση ξένων όρων στη γλώσσα, πολλοί από τους οποίους αφομοιώθηκαν με τον καιρό παρά τις άοκνες προσπάθειες ενός «συντηρητικού» μέρους του ακαδημαϊκού και λογοτεχνικού κόσμου να τις εξοστρακίσει.
Αντί να ασχολούμαστε λοιπόν με τα «δεν πρέπει» τα οποία συνήθως δεν έχουν καμία λογική βάση, αντί να ενισχύουμε τα τείχη πίσω από τα οποία ζουν κάποιοι και καλά κάνουν εάν έτσι νιώθουν καλύτερα, ας καταθέσουμε ο καθένας και η καθεμία κάτι πιο εποικοδομητικό, κάτι πιο δημιουργικό.
Σε όποια γλώσσα ή διάλεκτο ή και σε μια πλέξη γλώσσας και διαλέκτου γουστάρει κανείς. Η ουσία είναι που μετράει. Όσο για τους συγγραφείς, καλό είναι να μην ξεχνούν ότι η ουσία είναι να γράψουν αυτό που νιώθουν την ανάγκη να γράψουν και να μοιραστούν με τους άλλους και όχι εάν αυτό θα αρέσει στον εκδοτικό οίκο για να εκδοθεί ή και να επανεκδοθεί.
Το 2023 υπάρχουν χίλιοι δυο άλλοι τρόποι να καταθέσει κανείς την άποψή του ή να φτιάξει την ιστορία του, εν αντιθέσει με την εποχή του χαρτιού και εάν βέβαια το ζητούμενο είναι η ιστορία και όχι η αναγνώριση ή η αποδοχή από τους όποιους κύκλους.
Για όσους δεν μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία, δεν υπάρχει «δεν πρέπει». Υπάρχει θέλω. Όπως υπάρχει φυσικά και το γιατί. Και σ' αυτό και η διάλεκτος χωράει και όλα τα άλλα.
Οι υπόλοιποι ας παλεύουν για αναγνώριση, ας αυτολογοκρίνονται και ας αφήνουν σπουδαίους, μέτριους αλλά και ασήμαντους να τους υπαγορεύουν πώς θα δημιουργούν και να τους βάζουν σε φόρμες και καλούπια. Όσοι πραγματικά τη δημιουργία είναι που βάζουν σε πρώτη μοίρα, δεν έχουν χρόνο για τέτοια ψευτοδιλήμματα. Απλώς δημιουργούν.