Οι γονείς μου είναι χαμηλοσυνταξιούχοι. Όμως, το κείμενο αυτό δεν είναι προσωπικό. Την αναφορά την κάνω για να εξηγήσω ότι το θέμα δεν μου είναι ξένο. Καθόλου. Όπως ούτε και σε πολλούς και σε πολλές από εσάς.
Η γενιά των γονιών μας ήταν ίσως η πιο άτυχη από όλες στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Δεν ήταν η φτωχότερη, ήταν όμως η γενιά εκείνη η οποία μόλις ενηλικιώθηκε, κλήθηκε να διαχειριστεί την παράλυση του κράτους μετά τις Διακοινοτικές και όταν πατούσε τα τριάντα, συνήθως με ένα ή δύο παιδιά την εποχή εκείνη, έζησε την καταστροφή του 1974.
Οι μισοί της άνθρωποι έγιναν πρόσφυγες, άλλοι χρειάστηκε να ξενιτευτούν για να ζήσουν τις οικογένειές τους ή να τις αφήσουν πίσω για να δουλέψουν εκείνοι αλλού και όσοι έμειναν εδώ, πρόσφυγες και μη, πέρασαν πολύ δύσκολα για να επιβιώσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Εμάς.
Αυτοί οι άνθρωποι σήμερα κοντεύουν ή έφτασαν ήδη τα ογδόντα. Και στη νιότη που χαράμισαν μη έχοντας κι άλλη επιλογή, τα χρόνια που προστέθηκαν, ρόδινα δεν μπορείς να τα πεις. Τα σαράντα τα έπιασαν στερούμενοι ακόμα και τα βασικά για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, τα πενήντα τα πέρασαν δουλεύοντας σκληρά για να τα σπουδάσουν ή για να τα βοηθήσουν για να φτιάξουν κάπως τη ζωή που δεν χάρηκαν εκείνοι.
Τα εξήντα τούς βρήκαν λίγο καλύτερα αλλά δεν κράτησαν πολύ. Η οικονομική κατάρρευση τούς πέτυχε καθώς έφταναν τα εβδομήντα και έκτοτε ζουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους δύσκολα και πάλι.
Η γενιά των γονιών μας είναι άνθρωποι περήφανοι. Όσο πιο δύσκολα πέρασαν, τόσο λιγότερο μιλούν γι’ αυτά. Ο πατέρας μου είδε τους φίλους του να πεθαίνουν δίπλα του στις μάχες της Τηλλυρίας, το 1974 μας άφησε με τη μάνα μου και έτρεξε να καταταγεί και όπως έχω ξαναγράψει κάποτε, επέζησε από θαύμα όταν στην υποχώρηση και όταν κατάλαβαν ότι όλα ήταν προδομένα, ένας Κερυνειώτης έδωσε σε εκείνον και τρεις άλλους στρατιώτες πολιτικά ρούχα του γιου του, ο οποίος τελικά είναι αγνοούμενος.
Πέρασαν τρεις μήνες στα Άδανα, με φοβερές κακουχίες. Ώς εκεί, γιατί δεν μας μίλησε ποτέ γι' αυτές. Απλώς θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που επέζησε αλλά και που γύρισε τελικά από την αιχμαλωσία. Πολλοί άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί.
Όμως, αυτό το κείμενο δεν είναι επί προσωπικού. Άλλοι της γενιάς μου ήταν παιδιά των ανθρώπων που δεν γύρισαν ή έχουν πολύ άσχημες ιστορίες να διηγηθούν για τα παιδικά τους χρόνια όταν, οι πλείστοι από εμάς, μεγαλώσαμε με τους γονείς μας να χαρίζουν και τα τελευταία που τους αναλογούσαν για να χτίσουν και να συντηρήσουν ένα τείχος πίσω από το οποίο η γενιά μου μεγάλωσε. Ένα περιβάλλον που δεν μας άφηνε να καταλαβαίνουμε τη μιζέρια εκείνων των χρόνων.
Αντιθέτως, μας επέτρεψε να μεγαλώσουμε νιώθοντας τόσο ευτυχισμένοι όσο δυστυχώς δεν θα ένιωθαν ποτέ οι γενιές που ακολούθησαν, με όσα ακολούθησαν.
Το ελάχιστο λοιπόν που δικαιούται η γενιά των γονιών μας για όσα πρόσφερε, ξαναχτίζοντας με κόπο αυτή τη χώρα μέχρι να πέσει ξανά και ξανά στα νύχια και τα δόντια των απατεώνων που έβγαλε δυστυχώς, είναι ένας σεβασμός. Ένας τυπικός αλλά αυθεντικός σεβασμός.
Ποιος είναι αυτός; Είναι, καταρχάς, το να μην παρουσιάζονται οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για όσα πολύ λίγα λαμβάνουν σε μορφή κοινωνικής πρόνοιας, ειδικά οι χαμηλοσυνταξιούχοι και ειδικότερα εάν σκεφτεί κανείς τα λεφτά που πέρασαν και χάθηκαν, ως ανακάλυψη του κάθε εγχώριου πολιτικού ή πολιτικάντη και πολύ χειρότερα ως απότοκο της «μεγαλοψυχίας» του.
Είναι επίσης το να κρατηθεί το ζήτημα, ειδικά από αυτούς που κυβέρνησαν, έστω και εάν για εννέα χρόνια έλεγαν ότι κυβερνούσε η κυβέρνηση και... όχι το κόμμα, μακριά από τον λαϊκισμό και την αθλιότητα των προεκλογικών υποσχέσεων και κόλπων.
Εάν λ.χ. ο Αβέρωφ Νεοφύτου ήθελε να καταργήσει τους όρους για το τσεκούδι όπως θυμήθηκε να τάξει προχθές ή να κάνει οτιδήποτε άλλο, δέκα χρόνια που κυβερνούσε, μια χαρά από το παρασκήνιο θα μπορούσε να το είχε κάνει. Όπως θα μπορούσε να έκανε και άλλα. Πολλά.
Στη χώρα που εκείνοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι και οι άλλοι, με τόσο κόπο έχτισαν. Την ίδια χώρα και την ίδια ώρα που πουλούσαν κάποιοι διαβατήρια και πλούτιζαν στα χρόνια της διακυβέρνησής τους. Απευθείας ή μέσω αχυρανθρώπων.
Το να γίνεται ο αγώνας να επιβιώσουν οι χαμηλοσυνταξιούχοι εν μέσω φοβερών αντιξοοτήτων, μάλιστα, δεκανίκι για τον κάθε αχαρακτήριστο, είναι αφόρητα προκλητικό.
Υπάρχουν πολλά άλλα για να λαϊκίσουν. Ας αφήσουν τους γονιούς μας ήσυχους.
Αφού δεν μπορούν να ντραπούν λίγο τουλάχιστον.