Διαβάζω τα σχόλια κάτω από το tweet της Αννίτας Δημητρίου για τα αίσχη τα οποία έγιναν έξω από τη Βουλή και τους βανδαλισμούς στα γραφεία της ΕΔΕΚ.
Το ενδιαφέρον είναι το εξής: τα πλείστα σχόλια στρέφονται ενάντια στην ίδια την πρόεδρο της Βουλής η οποία καθηκόντως και πολύ σωστά καταδίκασε άμεσα και χωρίς κανέναν δισταγμό τα έκτροπα.
Αν και σαφώς η εικόνα η οποία προκύπτει από μερικά σχόλια δεν μπορεί να θεωρείται ενδεικτική της κοινής γνώμης, το γεγονός ότι η πρόεδρος της Βουλής από το πουθενά και παρότι ανήκει στον ΔΗΣΥ ο οποίος τάχθηκε ενάντια στην τροπολογία του ΑΚΕΛ για τον Γρίβα κατέληξε να στοχοποιείται και η ίδια, δείχνει νομίζω την ουσία αυτής της ιστορίας.
Που δεν είναι άλλη από το πόση ζημιά προκαλούν εκείνοι οι οποίοι αναμοχλεύουν πάθη του παρελθόντος και το πόσο επηρεάζει αυτή η ποδοσφαιρική ως επί το πλείστον αναζωπύρωση του μίσους τα πάντα. Τον καθένα και την καθεμία. Και εκεί μάλιστα που κανείς δεν το φαντάζεται. Από αυτές τις συνθήκες δυστυχώς δεν υπάρχει διαφυγή. Για κανέναν.
Στη δική μου αντίληψη αλλά και εκ των πραγμάτων πιστεύω, η εικόνα είναι ξεκάθαρη. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για αυτή την παράλογη και ανεύθυνη άσκηση λαϊκισμού, το φέρει η ίδια η κυβέρνηση. Δεν υπήρχε ούτε και υπάρχει η όποια λογική να διατίθεται από τους φόρους όλων -και αυτό σημαίνει και των θυμάτων των ενεργειών του Γρίβα- έστω και ένα σεντ προκειμένου να φτιάχνονται μνημεία και μουσεία και να διοργανώνονται… τουρνέ ή οτιδήποτε άλλο.
Εάν ο ΔΗΣΥ, το ΕΛΑΜ και οι Σύνδεσμοι Αγωνιστών ή οποιοσδήποτε άλλος θέλουν να τα κάνουν όλα αυτά, έχουν κάθε δικαίωμα να το πράξουν. Αντλώντας όμως πόρους είτε από τα κομματικά τους ταμεία, είτε μέσω εράνων στο πλαίσιο που προνοεί η σχετική νομοθεσία. Και ώς εκεί.
Από αυτούς ξεκίνησε αυτή η ανόητη ιστορία.
Από εκεί και πέρα, ευθύνες και μάλιστα βαρύτατες φέρει και το ΑΚΕΛ μαζί με τους Οικολόγους αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης. Τα κονδύλια αυτά θα μπορούσαν να είχαν απλώς σταυρωθεί ή και να είχαν αποκοπεί χωρίς να προέκυπτε το συγκεκριμένο ψήφισμα με τη συγκεκριμένη διατύπωση η οποία όλοι γνωρίζουμε ότι δεν μπήκε από… ενδιαφέρον για την ιστορική μνήμη αλλά με μια σκοπιμότητα τόσο προεκλογική όσο και η αρχική ανακίνηση του ζητήματος από τον ΔΗΣΥ και την κυβέρνηση.
Κι αν μας κοροϊδεύουν όλοι αυτοί, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι, επειδή αδυνατούν να αντισταθούν στον εύκολο αλλά εξαιρετικά επικίνδυνο πειρασμό να κάνουν προεκλογικές αρπαχτές σε νεκροταφεία, εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας χάφτοντάς τα.
Οι σκοπιμότητες των όσων έγιναν γύρω από αυτή την υπόθεση είναι πασιφανείς, όπως είναι και εξωφρενικές για ανθρώπους οι οποίοι τάχθηκαν να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και οι οποίοι πληρώνονται πολύ ακριβά για να το κάνουν. Ή για να μην το κάνουν τελικά.
Όμως αξίζει να επιμένουμε φορτικά σ’ αυτό. Οι εκλογές δεν νοείται να «παίζονται» με όρους εθνικού διχασμού και λαϊκισμού πολλώ μάλλον όταν η χώρα περνά μια περίοδο σοβαρών προκλήσεων και κινδύνων αρχίζοντας από την οικονομία και καταλήγοντας στο Κυπριακό ή και αντίστροφα εάν κάποιος το προτιμά έτσι.
Είναι πρόκληση για τον κόσμο με τα αμέτρητα πια προβλήματα στην καθημερινότητά του και με την αβεβαιότητα για το αύριο του ιδίου και των παιδιών του να αυξάνεται συνεχώς, το προεκλογικό παιγνίδι να διεξάγεται με αυτούς τους απαράδεκτους και επικίνδυνα διχαστικούς όρους την ώρα μάλιστα που τα κόμματα και οι πολιτικοί που τα εκπροσωπούν δεν καταθέτουν, στον ίδιο πάντα προεκλογικό αγώνα, προτάσεις για τη λύση των προβλημάτων αυτών της κοινωνίας. Των κρίσιμων και των αμέτρητων.
Σαφώς και υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι επηρεασμένοι από τη διασπορά της πολιτικής τοξικότητας, αναλόγως της δικής τους κομματικής ή ιδεολογικής προτίμησης πέφτουν στην παγίδα αυτών των εκτός τόπου και χρόνου μεθοδεύσεων. Άλλωστε για αυτούς γίνεται όλο αυτό.
Ο υπόλοιπος όμως κόσμος ο οποίος παρακολουθεί εμβρόντητος την αναίδεια του πολιτικού συστήματος το οποίο αντί να ασχολείται με τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου επιδίδεται σε μια πολιτική τυμβωρυχία πολώνοντας και διχάζοντας την κοινωνία, καταλαβαίνει μια χαρά τι γίνεται, πώς γίνεται και κυρίως γιατί γίνεται.
Και σίγουρα δεν τρέφει και δεν μπορεί να τρέφει την όποια εκτίμηση ή κατανόηση έστω για όλους όσοι συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ρίχνοντας κάθε που πλησιάζουν εκλογές λάδι στη φωτιά του παρελθόντος η οποία σιγοκαίει και θα συνεχίσει να σιγοκαίει όσο δεν υπάρχει η παραμικρή κίνηση για την απόδοση της ιστορικής αλήθειας στο σύνολό της.
Το ότι δεν υπάρχει μόνο τυχαίο δεν είναι. Και είναι σημαντικό να το θυμόμαστε και αυτό. Γιατί όταν θα υπάρξει - εάν κάποτε υπάρξει - η Ιστορία και το οδυνηρό παρελθόν θα πάψουν να είναι βολικά εργαλεία κομματικής συσπείρωσης πριν από εκλογές ή φθοράς υποψηφιοτήτων μέσα από κόλπα πρώτου επιπέδου.
Κόλπα ανθρώπων οι οποίοι ενώπιον του διλήμματος εθνικό ή κομματικό (και συνεπώς προσωπικό) συμφέρον, επιλέγουν ξεκάθαρα και σταθερά το δεύτερο. Ανθρώπων οι οποίοι θα πρέπει να επιδιώκουμε μέσα από την ψήφο μας να υπάρχουν όσο λιγότερο γίνεται στα πολιτικά πράγματα.
Διχάζοντάς μας διαχρονικά για όφελος δικό τους. Και μόνο.