Βασική η απορία. Την έχω και εγώ όπως την έχω ακούσει κι από άλλους: έχουμε ζήσει, αλήθεια, πιο παράξενες εκλογές από αυτές;
Υποθέτω πως οι παλιότεροι θα έχουν έτοιμη την ένσταση. Και θα σχετίζεται με κάτι που προλάβαμε να ζήσουμε και εμείς. Μιλώ πάντα για τη δική μου γενιά. Οι εκλογές της δεκαετίας του ’70 -και του ’80 ακόμα- όπως και οι παλαιότερες, είχαν κι αυτές την παραξενιά τους. Αυτές κι αν την είχαν, θα πει η ένσταση. Στους πιο παλιούς, οι σημερινές μοιάζουν σίγουρα αστείες.
Τότε φαινόταν απολύτως φυσιολογικό βέβαια αλλά, σήμερα, εκείνοι που δεν τις έζησαν, νομίζω ότι δεν μπορούν να φανταστούν το σκηνικό των μαζικών συλλαλητηρίων, των έντονων συζητήσεων παντού και συχνά των συμπλοκών πριν αλλά και κατά την ημέρα των εκλογών, την υποχρεωτική ψηφοφορία, την απαγόρευση λειτουργίας όσων υποστατικών πουλούσαν αλκοόλ, όπως βέβαια και το γεγονός ότι οι γειτονιές ανέδιδαν τη χαρακτηριστική εκείνη, άγνωστη στους νεότερους αλλά έντονη ακόμα στα δικά μας ρουθούνια, μυρωδιά της άσπρης κόλλας με την οποία οι πιστοί των κομμάτων γέμιζαν χωρίς να ζητήσουν ποτέ άδεια κάθε τοίχο και κάθε γωνία, για να κολλήσουν τις αφίσες των υποψηφίων/κομμάτων.
Πολύ δεν ζούσαν πολλές φορές οι αφίσες τους, αφού οι των αντιπάλων καραδοκούσαν και είτε τις έσκιζαν είτε κολλούσαν από πάνω τις δικές τους. Συχνά τσάκωναν οι μεν τους δε και εκεί συνήθως έπεφτε άγριο ξύλο. Μέχρι το τέλος των εκλογών, τα σημεία της αφισοκόλλησης έμοιαζαν έτοιμα να καταρρεύσουν από τις πολλές στρώσεις κόλλας και αφισών.
Παρενθετικά: Δυστυχώς, σπανίως, κατέρρεαν και σπανιότερα καθαρίζονταν σε μια χώρα όπου οι γειτονιές ήταν ούτως ή άλλως βρόμικες και ο κόσμος συνήθιζε ακόμα να πετάει τα σκουπίδια έξω από το παράθυρο, την ώρα που οδηγούσε ή άφηνε τα σκουπίδια του σε σακούλες απλά έξω από το σπίτι του και μέχρι να έρθει ο δήμος να τα μαζέψει, τα έσκιζαν τα γατιά για να βρούνε κάτι να φάνε και τα άπλωναν στον δρόμο.
Σίγουρα λοιπόν συγκριτικά με όλα αυτά -και πολλά άλλα του τότε- οι εκλογές της δικής μας εποχής, του σήμερα, μοιάζουν λιγότερο παράξενες και σίγουρα πολύ πιο άχρωμες. Ο κόσμος πια αδιαφορεί, ενώ τότε ο κόσμος, όλος ο κόσμος, τις ζούσε ως ένα πάθος πιο έντονο από όλα τα άλλα του.
Το σημερινό «δεν με ενδιαφέρουν οι εκλογές» δεν υπήρχε στον δημόσιο διάλογο, είτε αυτός γινόταν με την περιορισμένη πρόσβαση του κόσμου στα ΜΜΕ είτε στο καφενείο της γειτονιάς. Ήταν μια θέση απαράδεκτα απολιτίκ, μια θέση η οποία στο έντονα πολιτικοποιημένο περιβάλλον τότε πρόδιδε αδυναμία κατανόησης του πολιτικού γίγνεσθαι, κι ας μην ήταν τέτοια στα αλήθεια. Αν δεν σε ένοιαζαν, όμως, οι εκλογές, απλώς δεν το έλεγες για να μην σε θεωρήσουν... εκκεντρικό.
Λογική λοιπόν η ένσταση αυτή και όλες οι συναφείς. Αλλά εάν μιλάμε για το σήμερα, μάλλον πρέπει να παραμένουμε και στο σήμερα για να συγκρίνουμε όμοια πράγματα και όχι ανόμοια.
Αφήνοντας λοιπόν πίσω εκείνες τις έντονες και τις πολύ διαφορετικές μέρες και μιλώντας για το σήμερα, οι επικείμενες προεδρικές είναι νομίζω οι πιο παράξενες, οι πιο σύγχρονες επιμένω παράξενες, για πολλούς λόγους.
Από τα ντιμπέιτ τα οποία δεν ήταν καν ντιμπέιτ και ξεκίνησαν από το καλοκαίρι, με το ημικρατικό ΡΙΚ να έχει γίνει ξεδιάντροπα όσο ποτέ προηγουμένως ένας τριτοτέταρτος επικοινωνιακός βραχίονας της (μισής) Πινδάρου και να έχει αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις στην εξυπηρέτηση ενός υποψηφίου και από εκεί, πηγαίνοντας σε όλα τα άλλα, τα πολλά αλλόκοτα των ημερών, με κυριότερο το ότι η χώρα συζητά με κάθε σοβαρότητα το πρόγραμμα των υποψηφίων, πριν καν να είναι υποψήφιοι και χωρίς κανείς να μπορεί να εγγυηθεί ότι τελικά θα είναι.
Οι προεδρικές του 2023 ξεπερνούν κατά πολύ την παραξενιά όσων προηγήθηκαν, τόσο μάλιστα που ούτε καν το γεγονός ότι είμαστε μια χώρα πολύ… ιδιαίτερη -το fucked up δεν είναι τόσο ευπρεπές- και καθόλου σοβαρή, ούτε καν αυτό λοιπόν δεν αποτελεί δικαιολογία.
Το ότι ζούμε επίσης φαινόμενα όπως το να «διορίζονται» υπουργοί εν τη ρύμη του λόγου και σε ασκήσεις κομματικής συσπείρωσης ή απελπισίας, από υποψηφίους οι οποίοι δεν είναι καν φαβορί στις δημοσκοπήσεις και οι οποίες, δημοσκοπήσεις, εξ αρχής έδειχναν και δείχνουν τα ίδια πράγματα -να που και το boring μπορεί να έχει την παραξενιά του- είναι κι αυτό μια από τις πολλές ενδείξεις ότι κάτι είτε αλλάζει είτε έχει ήδη αλλάξει σε σχέση με αυτές τις σύγχρονες εκλογές.
Κάπου εκεί νομίζω ότι επιβάλλεται να εστιάσουμε. Για να δούμε τι αλλάζει, πώς αποτυπώνεται αλλά και πολύ περισσότερο γιατί αλλάζει. Και τι ενδεχομένως να φέρει αυτή η αλλαγή παρακάτω. Όχι μόνο στην πολιτική και τις ισορροπίες της, αλλά και πολύ περισσότερο ίσως στην ίδια την κοινωνία και την επίδραση ή τη μη επίδραση των εκλογών στο εκλογικό σώμα.
Και αξίζει σίγουρα να αναρωτηθούμε τι και πώς θα καλύψει το κενό το οποίο αφήνει στην πορεία μιας κοινωνίας η απομάκρυνση του κόσμου ή ενός μεγάλου του μέρους, ειδικά της νέας γενιάς, από τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες συμμετέχει, στη διαμόρφωση αυτής της πορείας.
Όπως επίσης και το ποια είναι η ανοχή όλων μας σε φαινόμενα ολοκληρωτισμού στον δημόσιο λόγο, τη διάχυση της πληροφορίας και τη διαμόρφωση της σχετικής πάντα αλήθειας. Φαινόμενα διαφθοράς εξ ορισμού και ελέγχου πραγμάτων που θα έπρεπε να λειτουργούσαν, αν όχι ελεύθερα, στοιχειωδώς ελεύθερα. Και που δεν λειτουργούν έτσι.
Γιατί άραγε; Και ποια είναι η ευθύνη που αναλογεί σε εμάς που μετέχουμε;
Υστερόγραφο: Στη φωτογραφία, η μοναδική ίσως αφίσα της εποχής εκείνης η οποία υπάρχει ακόμα, όση απέμεινε, σε μια ξεχασμένη γωνιά στη Λευκωσία