Διάβασα τις προάλλες ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο το οποίο αφορούσε το φαινόμενο που αποκαλείται διεθνώς Negative Campaigning. Έκλεινε, περίπου, με το εξής ερώτημα: Αφού ξέρουμε ότι η πολιτική είναι «βρομοδουλειές», γιατί μας ξενίζει η υιοθέτηση «βρόμικων» στρατηγικών από τους διεκδικητές των προεδρικών του Φλεβάρη;
Και είναι γεγονός πως ψυχρά ή ίσως και απλά ρεαλιστικά ιδωμένο, έτσι πάει. Ευχάριστη δε ή δυσάρεστη, η αλήθεια είναι εκεί: όποιος δείχνει να συγκλονίζεται από το θλιβερό επίπεδο του πολιτικού λόγου των ημερών, είτε δεν παρακολουθεί προσεκτικά το τι συμβαίνει ευρύτερα, είτε υποκρίνεται. Ή, έστω, ζει σε ένα σύμπαν παράλληλο.
Από εκεί και πέρα όμως, επιβάλλεται να προκύψει μία συζήτηση η οποία δεν αφορά τόσο το φαινόμενο ως τέτοιο. Αφορά εμάς. Αφορά τον δημόσιο διάλογο, μέρος του οποίου είναι και ο πολιτικός, αλλά και τη δική μας ευθύνη σε σχέση με αυτόν. Ευθύνη είναι η βασική λέξη. Διότι ως πολίτες δεν μπορούμε να είμαστε απλοί θεατές. Εάν διεκδικούμε την πρώτη ιδιότητα, μετέχουμε. Και η δεύτερη -από μόνη της- την αναιρεί.
Σε μία προεκλογική περίοδο κατά την οποία το σκηνικό διαμορφώνεται έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι στιγμής, αναφέρομαι για τα ποσοστά των υποψηφίων και τις δυναμικές, είναι αναμενόμενο ότι το παιγνίδι δεν θα παίζεται με συμβατικούς πολιτικούς όρους, αν μπορεί κανείς, κιόλας, να μιλήσει για κάτι τέτοιο στην πολιτική.
Την ώρα, όμως, που άπαντες οι υποψήφιοι, αλλά και οι δυνάμεις που τους στηρίζουν, ευαγγελίζονται το περιβόητο «νέο ύφος» στα πολιτικά πράγματα και παρουσιάζονται ως εγγυητές της μετάβασης σε... νέες εποχές, επιβάλλεται και εμείς να έχουμε συγκεκριμένες και στοιχειώδεις απαιτήσεις από αυτούς, ειδικά ως προς αυτά τα δύο, αν μη τι άλλο.
Αρχίζοντας από το πρώτο, απορίας άξιον είναι και την καταθέτω ειλικρινά αυτή την απορία, τι είναι, επιτέλους, αυτό το «νέο ύφος». Η αστείρευτη τοξικότητα των ημερών; Μάλλον. Σαφώς και είναι «νέο» αυτό το ύφος, είναι άλλωστε μακράν το χειρότερο που έχουμε δει μέχρι σήμερα, όμως, τι μπορεί να προκύψει από αυτό το κλίμα; Εμείς δε, και είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε κάποτε, εμείς τι έχουμε να κερδίσουμε από αυτό;
Ελάχιστα θα έλεγα. Ναι, κάθε είδους πίεση έχει και τα θετικά της. Πάντα κάτι προκύπτει. Εδώ, όμως, νομίζω πως αυτό που καταστρέφεται είναι απείρως μεγαλύτερο και σημαντικότερο αυτού που μπορεί να προκύψει, έστω ως απαντήσεις στα όποια ερωτήματα μέσα από μία τέτοια παρατεταμένη τοξικότητα. Πόσω μάλλον όταν τα ερωτήματα που τίθενται προσφέρονται για κουτσομπολιό και τηλεοπτικούς καβγάδες, τα οποία με τη σειρά τους αναζωπυρώνουν και αυξάνουν ενίοτε την τοξικότητα, πλην όμως, δεν οδηγούν σε κάτι ουσιώδες πέρα από αυτό.
Το πλέον ενδιαφέρον όσο και θλιβερό των ημερών, όμως, είναι η απόσταση που χωρίζει αυτό το πολιτικό πλυσταριό από την καθημερινότητα των πολιτών. Και κάπου εδώ πάμε αναπόφευκτα και στο δεύτερο, τα περί «νέων εποχών», εδώ ως προεκλογική υπόσχεση, προκλητικά κούφια μάλιστα.
Ούτε οι υποψήφιοι, αλλά ούτε και εμείς, στο «εμείς» βάζω τους πολιτικούς και δυστυχώς και εμάς τους δημοσιογράφους, δεν δείχνουμε να εκτιμούμε τα δεδομένα της εποχής και το πόσο μακριά είναι όλος αυτός ο διάλογος και οι καβγάδες από τα αμέτρητα, τα τεράστια και τα τραγικά προβλήματα των ημερών στην κοινωνία.
Το θέαμα το οποίο στήνεται μέσα από τα αμέτρητα «ντιμπέιτ», που δεν είναι καν ντιμπέιτ και που δεν τα παρακολουθεί ούτε το 1/5 του κόσμου στην καλύτερη περίπτωση -και να σκεφτείτε είμαστε μόνο στην αρχή...- προσφέρεται σίγουρα για να εκτονώνονται τα κομματικά ακροατήρια, εκείνοι οι δημοσιογράφοι που δεν βαριούνται ακόμα, όπως και ο κόσμος των social media και των trolls, ο οποίος στα μάτια των πιστών του φαινομένου είναι μία μικρογραφία της κοινωνίας. Πλην όμως, ειδικά στην Κύπρο, δεν είναι παρά μία μικρογραφία του δικού τους κόσμου.
Είναι εκπληκτικό, αλλά κανείς δεν ασχολείται με το πασιφανές: το τι «γράφουν» σε ποσοστά σειρές και άλλα προγράμματα απέναντι από τα τοξικά «ντιμπέιτ», τη μικρή διείσδυση των τελευταίων στον κοινωνικό διάλογο της πλειοψηφίας, αλλά και την αυτονόητή της εξήγηση: το ότι τον πολύ κόσμο δεν τον κόφτει εάν οι υποψήφιοι σκοτώνονται για όλα αυτά.
Και δεν τον κόφτει διότι ο κόσμος έχει προχωρήσει σε μία άλλη φάση και δεν θα μπορούσε να έκανε και αλλιώς, αφενός μεν διότι είναι μία από τις βασικές επιδράσεις της τοξικότητας και του Negative Campaigning, αφετέρου δε, και πολύ περισσότερο, μάλιστα, πιστεύω, διότι ο κόσμος έχει σοβαρά προβλήματα και ζει σε μία περίοδο αβεβαιότητας για το αύριο. Και σε μία τέτοια κατάσταση λίγοι είναι εκείνοι που επιδιώκουν να περνούν την ημέρα τους ασχολούμενοι μ’ αυτά.
Είναι κυρίως εκείνοι που δεν έχουν ιδιαίτερη έγνοια για το αύριο, είτε διότι είναι σε σχετικά ή πολύ καλές κλίμακες στο Δημόσιο, είτε έχουν άλλου είδους οικονομική άνεση, οι πολιτικά πορωμένοι και οι αργόσχολοι, αλλά και όσοι βιοποριζόμαστε από αυτό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Ο υπόλοιπος κόσμος έχει άλλες έγνοιες. Και ενόσω τα προβλήματά του δεν απασχολούν τη δημόσια συζήτηση ο κόσμος αυτός δεν μετέχει και φοβάμαι ότι δεν θα μετάσχει, ειδικά όταν βλέπει πως ακόμα και εκεί όπου τυγχάνουν ακροθιγούς αναφοράς τα προβλήματά του, δεν προτείνονται λύσεις. Δεν αρκεί λ.χ. να λες ότι το 1/3 του κόσμου είναι κοντά στο όριο της φτώχειας αν δεν έχεις κάτι να του προτείνεις. Κάτι πειστικό, όμως. Και εάν δύο λεπτά μετά ξεκατινιάζεσαι με τον απέναντι.
Σ’ αυτό το σκηνικό δεν είναι τυχαίο, που εν μέσω της εντονότερης εδώ και δεκαετίες πόλωσης πριν από προεδρικές εκλογές, καταγράφεται και η μεγαλύτερη ποσοστιαία αδιαφορία και αποχή ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας, το οποίο δεν «τσιμπά» και ούτε πρόκειται.
Αυτό δεν είναι καλό, ούτε… πράξη αντίστασης ή κάτι τέτοιο. Είναι, όμως, ένα σύμπτωμα το οποίο, ναι, αφήνει αδιάφορους τους πολιτικούς και τα κόμματα, τα οποία ενδιαφέρονται μόνο για το ποσοστό της πίτας που θα πάρουν και όχι για τους πραγματικούς αριθμούς των ψήφων, που κατρακυλούν εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια λόγω της μαζικής απομάκρυνσης των ψηφοφόρων. Αλλά, ως τέτοιο εμάς πρέπει να μας ανησυχεί και να μας προβληματίζει. Διότι, ενόσω εμείς παρακολουθούμε αυτό το παράλληλο τοξικό θέαμα, ο κόσμος εκεί έξω αλλάζει. Και απομακρύνεται.
Το δε κρίσιμο, θα έλεγα, ποσοστό το οποίο θα μπορούσε υπό αυτές τις συνθήκες να κινηθεί προς την κάλπη είναι πολύ πιο πιθανόν να επηρεαστεί από την όποια θετική ή «θετική» εικόνα, την όποια αίσθηση της σταθερότητας, τον ήπιο πολιτικό λόγο -με ή ενίοτε και χωρίς περιεχόμενο- αντί από εκείνους οι οποίοι συντηρούν μία πολεμική, η οποία ως τέτοια όχι μόνο δεν το καθησυχάζει ή έστω το βαυκαλίζει σε καιρούς χαλεπούς, αλλά το απωθεί, το εκνευρίζει και τρομάζει. Και, σίγουρα, δεν το αφορά.
Όσο για εμάς, μάλλον πρέπει να αρχίσουμε να ασχολούμαστε και με αυτό το κομμάτι. Όσο απέχει μπορεί να μην αλλάζει δραματικά τις πολιτικές ισορροπίες, αλλάζει, όμως, δραματικότατα τις κοινωνικές.
Και είναι μ' αυτές που θα κληθούμε να ζήσουμε και μετά τον Φεβρουάριο.