Υπάρχει η ουσία, όμως υπάρχει και αυτό και, σίγουρα, η ιστορία που συζητάμε προσφέρεται για να το κατανοήσουμε όλοι καλύτερα.
Το Made in Cyprus πανευρωπαϊκό σκάνδαλο με τις τηλεφωνικές υποκλοπές επανέρχεται -εδώ επανέρχεται δηλαδή, διότι στην υπόλοιπη Ευρώπη ουδέποτε δεν έφυγε από την επικαιρότητα- και αναπόφευκτα αγγίζει και τον προεκλογικό, όχι απλά ως ζήτημα αρχής αλλά και ως άμεσο θέμα, λόγω και του ότι ο Αβέρωφ Νεοφύτου κατηγορείται για τις σχέσεις του με την εμπλεκόμενη εταιρεία και, εσχάτως, για τις αποκαλύψεις ότι τόσο στενές ήταν οι σχέσεις αυτές που η εταιρεία ζήτησε και την παρέμβασή του προς το Υπουργείο Εμπορίου για την προώθηση των συμφερόντων της!
Πριν πάμε, λοιπόν, στην ουσία, επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω την ιστορία αυτή για ένα παράλληλο ζήτημα: τον αντισημιτισμό. Εδώ τον ακούσιο αλλά εξίσου επικίνδυνο, δυστυχώς.
Όλες οι αναφορές, στον Τύπο, στις ανακοινώσεις των κομμάτων, στα πάντα, είναι εμποτισμένες με συνωμοσιολογία η οποία ξεκινά και καταλήγει σε μία λέξη: «Ισραηλινός/-ή/-ό». Δεν νομίζω να είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως εάν οι ιδιοκτήτες της εταιρείας ήταν από τη Σιγκαπούρη, ή το Λουξεμβούργο ή τις ΗΠΑ, κανείς δεν θα στεκόταν τόσο -ίσως και καθόλου μάλιστα- στην εθνικότητά τους, η οποία εν τοιαύτη περιπτώσει έχει αναχθεί στο μείζον ζήτημα με τρόπο μάλιστα που, στις πλείστες αναφορές, τίθεται ως… εξήγηση των κακών πραγμάτων που καταλογίζονται στους εμπλεκόμενους.
Όσο για το ότι φέρονται να ήταν πράκτορες, ο ένας τουλάχιστον, πάλι δεν νομίζω ότι αλλάζει κάτι, δεδομένου ότι μια εταιρεία με αυτό το αντικείμενο σίγουρα δεν στήνεται σε καμία χώρα από ανθρώπους οι οποίοι προέρχονται από τον χώρο της εστίασης ή της κεραμοποιίας ή της φαρμακευτικής, των παιγνιδιών, της διάθεσης καλσόν ή κάτι άλλο.
Προχωρώντας δε στην ουσία, διότι δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να μας διαφεύγει, τα πράγματα είναι απλά: οι συγκεκριμένοι επιχειρηματίες ήρθαν στην Κύπρο, έκαναν σίγουρα δουλειές με τον Αβέρωφ Νεοφύτου τις οποίες ο ίδιος τοποθετεί σε ένα νόμιμο πλαίσιο και, από εκεί και πέρα, πρέπει να έκαναν και άλλα πολλά. Αυτό προκύπτει όχι μόνο από τα στοιχεία και τις ενδείξεις, αλλά και από το βασικότερο: όταν έσκασε η ιστορία με το βαν, η υπόθεση κουκουλώθηκε επί της ουσίας, με εκείνο το θαυμάσιο και μοναδικά κυπριακό, την αναστολή της ποινικής δίωξης «για λόγους δημοσίου συμφέροντος», αλλά και τη λατρεμένη λεπτομέρεια, ότι τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν έβγαζαν σούμα ακριβώς 1.000.000 ευρώ.
Οι πρωταγωνιστές αφέθηκαν να φύγουν. Και εδώ μπήκε πολύ παραπλανητικά μάλιστα το στοιχείο «της εμπλοκής του Ισραήλ» που τους έσωσε τάχα, όταν από τα γεγονότα και μόνο, η πράξη του κουκουλώματος είχε ξεκινήσει την ώρα που άρχισαν ενώπιον του δικαστηρίου να βγαίνουν διάφορα, χωρίς το κράτος των… διαβολικών Εβραίων να έχει κάνει το παραμικρό για να αποφύγει την προσαγωγή τους.
Το ζήτημα έκλεισε ως διά μαγείας μόνο όταν κάποιοι εδώ είδαν ότι άρχισαν να βγαίνουν προς τα έξω πράγματα που μάλλον τους απειλούσαν. Ποιοι ήταν αυτοί; Νομίζω πως ακόμα και σε χαμηλές δόσεις, η βασική νοημοσύνη βοηθά τον καθένα και την καθεμία μας, να καταλήξει σε υποψίες αν όχι σε συμπεράσματα.
Γνωρίζουμε, πλέον, άλλωστε, πως τα διαβόητα «βαλιτσάκια» είχαν βρεθεί μέχρι και στο Κραν Μοντανά όπου παρακολουθήθηκαν τηλέφωνα της άλλης αλλά και της δικής μας πλευράς! Και υπάρχουν ακόμα, σε δύο κτήρια τουλάχιστον, τα οποία βρίσκονται σε μικρή απόσταση από το σπίτι μου στον Άγιο Ανδρέα. Οι επηρεαζόμενοι αντιλαμβάνονται, ξέρουν ποια εννοώ.
Ας συνοψίσουμε, λοιπόν. Οι συγκεκριμένοι επιχειρηματίες, τους οποίους, αφού το κουκουλώσαμε εδώ, τους κάναμε εξαγωγή στην Ελλάδα όπου έκαναν τα ίδια, άλλωστε από εκεί έσκασε το θέμα με την υπόθεση Ανδρουλάκη, αυτοί λοιπόν οι επιχειρηματίες ήρθαν εδώ και έκαναν δουλειές για διαφόρους.
Για τον Αβέρωφ ξέρουμε. Απλώς δεν ξέρουμε ποιες ήταν οι δουλειές και εάν ήταν μόνο τα συστήματα ασφαλείας στην Πινδάρου τα οποία κάλλιστα θα μπορούσε να προμηθευτεί και από την εγχώρια αγορά. Εάν δε ήταν μόνο αυτά, πολύ παράξενη μοιάζει όχι μόνο η «εισαγωγή» ολόκληρης της εταιρείας και του κατασκοπευτικού της βαν (σ.σ. το οποίο δηλώθηκε ως… μετεωρολογικός εξοπλισμός και πέρασε χωρίς έλεγχο!) από μια άλλη χώρα, αλλά και το θάρρος που είχαν να ζητήσουν από τον Αβέρωφ να τους κάνει ρουσφέτι με το Υπουργείο Εμπορίου. Η λογική λέει πως μια εταιρεία η οποία βάζει απλώς συστήματα ασφαλείας στο κτήριο ενός κόμματος, ούτε που θα έβλεπε τον ηγέτη του ποτέ. Όπως δεν τον βλέπουν οι εταιρείες των κλιματιστικών, του φωτισμού και όλες οι υπόλοιπες. Πόσω μάλλον, να ζητούν ρουσφέτι.
Αυτό που μας λείπει ως πληροφορία, διότι εάν είχαν κάνει μόνο αυτή τη δουλειά, τη νόμιμη, δεν θα είχε παρέμβει το κράτος για να κλείσει άρον–άρον η υπόθεση και διότι ξέρουμε ότι έκαναν άλλες δουλειές, το ζήτημα είναι για ποιους τις έκαναν.
Και πολύ σωστά το ΑΚΕΛ απηύθυνε χθες το ερώτημα τόσο προς τον Αβέρωφ Νεοφύτου όσο και προς τον Νίκο Χριστουδουλίδη, ο οποίος πρέπει να απαντήσει εάν γνώριζε ειδικά τα των παρακολουθήσεων στο Κραν Μοντανά αλλά και τι άλλο γνώριζε σε σχέση με την κυβέρνηση της οποίας ήταν ΥΠΕΞ και την οποία ακόμα υπερασπίζεται.
Από εκεί και πέρα, και μέχρι να υπάρξουν απαντήσεις, η θέση του Αβέρωφ Νεοφύτου είναι εξόχως βεβαρημένη. Ξέρουμε πως στο διάστημα αυτό οι παρακολουθήσεις έδιναν και έπαιρναν, κάλυπταν δε ένα ευρύ φάσμα από πολιτικούς, μέχρι εμάς τους δημοσιογράφους και άλλα άτομα.
Θα πρέπει, λοιπόν, ο τόσο καλός τους φίλος, ώστε να του ζητούν και ρουσφέτια επίσημα μάλιστα, πρόεδρος του ΔΗΣΥ και υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, να μας εξηγήσει πώς ακριβώς τον επηρεάζει το τεράστιο αυτό σκάνδαλο, γιατί γνώριζε τόσο καλά τους επιχειρηματίες αυτούς που του έβαλαν ένα απλό σύστημα ασφάλειας, γιατί κινήθηκε γη και ουρανός για να κλείσει η ιστορία και, κυρίως, πώς μπορεί ο πολίτης ενόσω υπάρχουν τέτοιου είδους σκιές να αποφύγει να υποβάλει στον εαυτό του το εξής ερώτημα: εάν εκείνοι που ευθύνονται για αυτό το σκάνδαλο βρεθούν να μας κυβερνούν, με τις απόλυτες εξουσίες που έχει ο Πρόεδρος μετά το 1963, πόσο ασφαλής μπορεί να νιώθει η δημοκρατία τελικά;
Εννοώ το πολίτευμα. Διότι και ένα μόνο να ευσταθεί, διακυβεύονται πολλά. Και σίγουρα δεν έχουμε μια τέτοια πολυτέλεια.