Ε, όχι. Και σας το λέω ξεκάθαρα. Φυσικά και δεν συμμερίζομαι το σχόλιο Χριστοδουλίδη ότι «ο Άθως είναι για τα τεράτσια».
Και το σημειώνω, επειδή ερωτήθηκα και ακόμα ερωτούμαι από φίλους, έχοντας ασχοληθεί πολλές φορές με τον (Λ)Άθως. Ειδικά τις μέρες εκείνες που κάποιος του είχε βγάλει το (αριστερό) καθρεφτάκι του αυτοκινήτου του και εκείνος είχε γράψει το αγωνιώδες όσο και συγκλονιστικό: «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε ποτέ επιστροφή στις πρακτικές της δεκαετίας του ’70. Ευθύνη όλων μας η προστασία της δημοκρατίας μας», στο Twitter. No pasaran!
Χωρίς περιστροφές, λοιπόν: Όχι. Δεν είναι για τα τεράτσια ο (Λ)Άθως. Θεωρώ εντελώς αδιανόητο το σχόλιο.
Και ακατανόητο. Προσωπικά, εάν είχα τερατσιές (σ.σ. χαρουπιές για τους μη εξοικειωμένους με τη διάλεκτό μας), με τίποτα δεν θα τις ανέθετα στον (Λ)Άθως Αντωνιάδη. Ωστόσο, με κάθε ειλικρίνεια, σε περίπτωση που τις αξιοποιούσα οικονομικά, θα φρόντιζα να του έβρισκα δουλειά.
Στον ανταγωνιστή μου. Ξέρω, δεν είναι fair play, είναι το ακριβώς αντίθετο αλλά, στις μπίζνες δεν πάει κανείς με την αγιαστούρα. Τι να γίνει; Ειδικά σε αυτές τις πολύ αντίξοες οικονομικές περιόδους.
Τώρα, το επιτελείο Χριστοδουλίδη δεν μιλάει ιδιαίτερα, έτσι; Τι ιδιαίτερα, δηλαδή, σαν τη Βουγιουκλάκη στη «Μαρία της Σιωπής» είναι. Θυμάστε; Εκεί που της λέει ο Αλεξανδράκης «Πού είναι τα ψάρια; Τα… ψα… ρια…». Και κοιτάζει εκείνη σαν χαζή η καημένη, σαν να τη βάρεσαν στο κεφάλι με κάτι βαρύ.
Σύμφωνοι, Βουγιουκλάκη ήταν δεν ήταν η Παξινού, αλλά και πάλι, δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να της πει ότι οι κωφοί στα αφτιά έχουν πρόβλημα, όχι στο μυαλό; Έτσι και το επιτελείο. Μόκο. Τα… ψά… ρια…!
Όμως, εάν μιλούσε, θα μπορούσε να βγάλει μια ανακοίνωση και να πει πως ο (Λ)Άθως κακώς κατάλαβε –ή του εξήγησαν…- ότι ήταν υποτιμητικό το σχόλιο για τα τεράτσια. Εγώ θα έβαζα κάτι του στιλ, «από αρχαιοτάτων χρόνων, τα τεράτσια (χαρούπια) ονομάζονταν Μαύρος Χρυσός και το νησί μας ήταν φημισμένο για την καλλιέργειά τους. Εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια καλλιεργούμε τεράτσια, τα οποία ήταν η σανίδα σωτηρίας αμέτρητων φτωχών γεωργών στην Κύπρο, διαμέσου των αιώνων».
ΟΚ, ο (Λ)Άθως δεν είναι χρυσός, περισσότερο διαμαντάκι θυμίζει όταν το ανοίγει, αλλά και πάλι. Είναι μαύρος (OK και γέριμος) πολιτικά. Aλλά είναι αξίας! Μεγάλης. Ανεκτίμητης, θα έλεγα!
Το πιο τρελό όμως με τους πολιτικούς, ξέρετε, η διαστροφή του επαγγέλματός τους, είναι το πώς τη μία ξεκατινιάζονται και την άλλη γίνονται οι καλύτεροι φίλοι όταν τα συμφέροντά τους το απαιτούν. Ναι, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, αφού χρειάζονται τις συμμαχίες, πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον αλλά, δεν ξέρω ρε παιδί μου, για όλους εμάς τους εκτός πολιτικής φαίνεται πολύ... κάπως αυτό το πράγμα. Εμείς έχουμε άλλους κανόνες.
Ας πούμε εμείς, εμείς οι δημοσιογράφοι, όταν ξεκατινιαζόμαστε, η βεντέτα κρατάει χρόνια. Εντάξει, δεν είμαστε σαν τους παπάδες, ειδικά αυτούς που τρέχουν πίσω από τον Χριστοδουλίδη αλλά, δεν είναι απλό ούτε και με τους δημοσιογράφους.
Και μνησίκακος να μην είναι κάποιος, αν το πεις για τον άλλον και το μάθει, μένει ο λεκές στη σχέση. Για πάντα κάποτε. Και χωρίς να σχολιάζω καν τα κρεβάτια. Εκεί και εάν. Αλλά, ας μην το ανοίξουμε. Δεν λέω, εμάς είναι πολύ ακραία τα πράγματα, δεν το συνιστώ σε κανέναν άλλο κλάδο. Ο κόσμος πρέπει να συμφιλιώνεται.
Η ζωή είναι μικρή και δεν είναι καλό να βλέπεις τον έναν στα 75 του και την άλλη στα 73 της, λέω τώρα, να περπατούν στο Δημοσιογραφικό Χωριό στα Περβόλια και να κοιτάζονται με μίσος, με τα χείλη τους να κουνιούνται σαν να μουρμουρίζουν κάτι, χωρίς όμως να ξέρεις εάν όντως κάτι λένε ή εάν είναι από το εγκεφαλικό, εκείνου το 2011, λίγο μετά από διαμαρτυρία των Αγανακτισμένων (σ.σ. οι οποίοι δεν… αγανάκτησαν ξανά με την αλλαγή κυβέρνησης και παρά τα πολλαπλάσια σκάνδαλα) και εκείνης, συντρόφισσα γαρ, όταν χάσαμε τον Χριστόφια και στο κόμμα κατάλαβαν ότι έχασαν τον Λένιν περίπου.
Θυμάστε τι είδαν τα μάτια μας; Θυμάστε που έβγαζαν φρουρά με τη σειρά, ανά τέσσερις, δίπλα από τη σορό; Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ γιατί. Φοβόντουσαν μην φύγει ο μακαρίτης; Εκτός από τον Μακάριο και τον Γρίβα, δεν θυμάμαι να έγινε ποτέ με άλλον. Και καλά ο Μακάριος ήταν Πρόεδρος, στον δε Γρίβα -την προεκλογική «αρπαγή» του οποίου η ηγεσία της «ευρωπαϊκής» Δεξιάς δεν θα τη συγχωρέσει ποτέ στον Χριστοδουλίδη- στον Γρίβα, λοιπόν, προφανώς και θα πήγαινε πάνω από το φέρετρο ο κόσμος. Για να βεβαιωθεί ότι πέθανε.
Αλλά με τον Χριστόφια, από πού και ώς πού; Άστε που εκείνες τις μέρες, όλος ο υπόλοιπος κόσμος είναι που ήθελε να φύγει από εδώ μέσα, συνεπεία του εξαιρετικού χειρισμού του στα οικονομικά και της έγκαιρης προσφυγής του στον μηχανισμό στήριξης με όλες τις συνέπειες, μετά που έσκασε η φούσκα των τραπεζών.
Παρόλ' αυτά όμως, εγώ επιμένω. Είναι καλό να συμφιλιώνονται οι άνθρωποι, όπως είναι καλό να αφήνουμε πίσω μας τα πάθη. Και εμείς που δεν είναι μέρος της δουλειάς μας, όπως συμβαίνει με τους πολιτικούς.
Ακόμα κι όταν οι πολιτικοί ξεχνούν ότι, πέρα από αυτά, τα ξεκατινιάσματα και τις μαχαιριές, η δουλειά τους, η επίσημη τουλάχιστον, είναι να καταθέτουν προτάσεις για τα προβλήματα του κόσμου, το μοναδικό ίσως που δεν κάνουν. Για αυτό και η δημοκρατία πάει κατά διαόλου.
Από εκεί και πέρα, για να είμαι και δίκαιος, όποιος δημοσιογράφος έχει επαφή με τους πολιτικούς, υποψήφιους σε εκλογές και άλλους, έχει στο κινητό του ένα σωρό τέτοια απαξιωτικά και περιπαιχτικά μηνύματα από όλους εκείνους με τους οποίους έχει την άνεση. Εγώ μπορώ να σας πω, και ξέρω το ίδιο για πολλούς συναδέλφους, ότι έχω και δικά μου ανάλογα απαντητικά για να είναι πιο άνετοι μαζί μου, γνωρίζοντας πως εάν τα βγάλω -που δεν πρόκειται ποτέ- θα μπορούν να αποκαλύψουν και εκείνοι τη συνέχεια για να με εκδικηθούν με όσα και εγώ είπα. Έτσι είμαστε εξασφαλισμένοι και οι δύο. Είναι διασκεδαστικά συνήθως.
«Κακά» αλλά διασκεδαστικά. Στο δε προφορικό, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τι λέγεται. Επιμένω. Και από εμάς και από εκείνους. Όλους εκείνους.
Το πρόβλημα είναι πως -και εμείς και εκείνοι- έχουμε μια τάση να ξεχνάμε τα κομμάτια που μας αφορούν εμάς. Και να ασχολούμαστε μόνο με όσα βαραίνουν τους άλλους. Με το δάχτυλο ψηλά. Κηρύττοντας. Αναμάρτητος όμως ουδείς. Και βάζω πρώτο τον εαυτό μου. Έτσι για να είμαστε σωστοί, ΟΚ;