Το 1970 ένας συνάδελφος είχε επιχειρήσει να καταλάβει εξαπίνης τον τότε Πρωθυπουργό της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ρωτώντας τον εάν η κυβέρνησή του σκόπευε να κλείσει τα «γενικά σπίτια» - genelev στα τουρκικά. Ο όρος αυτός είναι η σαφέστατα πιο κόσμια διατύπωση του όρου kerhane, ο οποίος γίνεται κατανοητός και στα ελληνικά, με ή χωρίς γνώσεις τουρκικής.
Ο Ντεμιρέλ, γνωστός για την αθυροστομία του, δεν ξαφνιάστηκε. Χαμογέλασε και απάντησε απευθύνοντας ένα ερώτημα στον δημοσιογράφο το οποίο πέρασε στην Ιστορία και έμεινε έκτοτε ως έκφραση στη χώρα. «Μα γιατί να κλείσουμε τους οίκους ανοχής», του είπε, «για να γ… ο κόσμος εμάς;» Χρησιμοποιώντας, μάλιστα, αυτή την πλέον αγοραία διατύπωση.
Η ατάκα του Ντεμιρέλ, πέρα από το στοιχείο του ανεκδότου που είχε, περιέγραφε θαυμάσια την ουσία της ίδιας της πολιτικής. Γι' αυτό άλλωστε και τυγχάνει επικλήσεως έκτοτε, αντί απλά να χαθεί ως ένα σίγουρα ατυχές για έναν Πρωθυπουργό γλωσσικό ολίσθημα.
Ήταν αφοπλιστικά ειλικρινής και αφορούσε τη διαχρονική ανάγκη των πολιτικών να μεταθέτουν την προσοχή του κόσμου αλλού, να τον ξεγελούν και να παρέχουν ενίοτε και με όποιον τρόπο μπορούν διεξόδους όταν ζορίζονται. Ειδικά όταν γνωρίζουν πως ο κόσμος δικαίως δεν τους εμπιστεύεται.
Στην Τουρκία, ακόμα και σήμερα, οι κερχανέδες προσφέρουν διέξοδο σε σεξουαλικά καταπιεσμένες μάζες, ειδικά στα χαμηλότερα των εισοδηματικών στρωμάτων όπου οι εξωσυζυγικές σχέσεις είναι εκτός συζήτησης. Ενδεικτικό είναι πως στις μεγάλες πόλεις τα σπίτια αυτά βρίσκονται σε ειδικά περιφραγμένους δρόμους και για να μπει κάποιος στους δρόμους αυτούς είναι απαραίτητη η επίδειξη ταυτότητας, ο αστυνομικός έλεγχος και η καταγραφή στοιχείων.
Εμείς εδώ δεν έχουμε τέτοια θέματα. Τα πορνεία έχουν κλείσει, στη δημόσια τουλάχιστον θέα, διότι εδώ και σε άλλες υποκριτικές κοινωνίες ηθικό είναι αυτό που απλά δεν το βλέπουμε, ο δε κόσμος, εξαιρουμένων των περιπτώσεων εκείνων οι οποίες (και οι οποίοι) συγχέουν τη σεξουαλική έλλειψη με τον ακτιβισμό εντός και εκτός μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και με… επαναστάσεις διαφόρων μορφών, κοινωνικών και άλλων, ο περισσότερος κόσμος δεν ψάχνει τέτοιες ζωϊκού τύπου εκτονώσεις. Όχι τόσο απελπισμένα, τουλάχιστον, διότι οι ανάγκες δεν συσσωρεύονται. Τόσο, αν μη τι άλλο, όχι πια.
Εδώ οι πολιτικοί έχουν άλλους τρόπους. Πιο προχωρημένους, πιο της εποχής. Εδώ, ειδικά όταν γίνεται μία πολύ μεγάλη στραβή, το πολιτικό σύστημα πασκίζει να δείξει ότι όλα πάνε μια χαρά. Και επειδή το σηκώνει ο οργανισμός μας -και καλά μας κάνουν, έτσι;- οι υπαίτιοι της κατάστασης φροντίζουν να βρουν μερικούς από το συνάφι τους, να τους φορτώσουν τα πάντα και να βγουν κι από πάνω να ζητούν και τα ρέστα. Ως άτεγκτοι προστάτες της ηθικής, του νόμου και των συμφερόντων των πολιτών.
Πάρτε για παράδειγμα τη δίκη του Συλλούρη και του Τζιοβάννη για τα διαβατήρια. Δεν είμαι νομικός, που και να ήμουνα δεν θα είχα καμία θέση να προκαταλάβω τη Δικαιοσύνη και να πω εάν θεωρώ ότι είναι ένοχοι ή όχι. Και δεν το ξέρω. Αντιθέτως, ξεκάθαρα και απερίφραστα θεωρώ ότι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου και έτσι πρέπει, παρότι ειδικά με τον Συλλούρη, το Συλλουρούδιν όπως (καθόλου) προφητικά τον είχα βαφτίσει κάποτε λόγω του πολιτικού του αναστήματος, έχουμε μεγάλο παρελθόν.
Τον έχω περάσει γενεές δεκατέσσερις με αμέτρητες αφορμές. Το κριτήριο, όμως, ήταν πάντα πολιτικό και ηθικό, όχι νομικό. Σαφέστατα όφειλε να παραιτηθεί, όπως και να φύγει από τον δημόσιο βίο μετά το βίντεο του Αλ Τζαζίρα, όμως το εάν έχει διαπράξει ποινικά αδικήματα ή όχι είναι θέμα που θα κρίνει η Δικαιοσύνη. Και άλλος ουδείς.
Όμως, πέρα από αυτό και επιστρέφοντας στα των υπαιτίων, η περίπτωση Συλλούρη είναι ενδεικτική για το πώς ένα πολιτικό σύστημα θυσιάζει ή επιχειρεί να θυσιάσει μερικούς προκειμένου το ίδιο όχι απλά να τη βγάλει καθαρή για τις δικές του ευθύνες σε ένα σκάνδαλο, ακόμα και ένα τέτοιο σκάνδαλο, αλλά να καταφέρει από πάνω να εμφανιστεί ως η λύση του προβλήματος και όχι το ίδιο το πρόβλημα που είναι τελικά. Και να… αποδώσει και ευθύνες!
Από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το γραφείο του οποίου έκανε «μόνο» μερικές δεκάδες διαβατήρια χωρίς ο ίδιος να το θεωρεί μεμπτό, την ώρα, μάλιστα, που ενέκρινε με την πολιτική του ιδιότητα αιτήσεις εξόφθαλμα προβληματικές, ανάμεσά τους και ατόμων με τα οποία είχε συναλλαγές, όπως ο γνωστός Σαουδάραβας, μέχρι κομματικούς ηγέτες (σ.σ. ο Νικόλας Παπαδόπουλος είναι εκ των πρωταθλητών στην κατάθεση τέτοιων προβληματικών αιτήσεων μέσω του οικογενειακού του γραφείου) και από εκεί στην αντιπολίτευση, η οποία καρατόμησε τον Τζιοβάννη και ησύχασε, ωσάν να μην γνώριζε πριν τι έκανε ο συγκεκριμένος, ολόκληρο, λοιπόν, αυτό το σύστημα επιχειρεί σήμερα να παρουσιαστεί στην αντίθετη πλευρά από εκείνη που βρίσκεται.
Μαζί τους δε, αυτό και εάν είναι εξωφρενικό, βρίσκονται και δύο άλλοι τύποι, ο γενικός και ο βοηθός γενικός Εισαγγελέας οι οποίοι επίσης επιχειρούν να εξαγνιστούν μέσω της χρήσης του Συλλούρη ως αποδιοπομπαίου τράγου. Αυτοί, μάλιστα, έστειλαν τις υποθέσεις στη Δικαιοσύνη όταν και οι ίδιοι ως υπουργοί του Νίκου Αναστασιάδη ενέκριναν διαβατήρια. Ο δε βοηθός γενικός πουλούσε και διαβατήρια μέσω του γραφείου του.
Επαναλαμβάνω: τα της νομικής πτυχής μόνο το Δικαστήριο θα τα κρίνει. Τα της ηθικής και της πολιτικής πτυχής όλων αυτών οι οποίοι είτε απλώς συνέπραξαν στο τσιμπούσι με τα διαβατήρια, είτε επωφελήθηκαν και οικονομικά από αυτό, έχουν κριθεί προ πολλού.
Το μόνο που απομένει να διαφανεί, για να επανέλθω και στη ρήση του Ντεμιρέλ, είναι πόσοι από εμάς ανήκουμε στο είδος των ανθρώπων που περιέγραψε, ανθρώπων το κριτήριο των οποίων τελειώνει στην εκτόνωση και την ικανοποίηση βασικών αναγκών και των ενστίκτων τους.
Ή και πάλι, μιας και τα μπουρδέλα εδώ έκλεισαν πια, εάν ανήκουμε σε μία νέα κατηγορία. Αυτών που ελλείψει τέτοιων «διεξόδων» έχουν μάθει να εκτονώνονται μόνοι τους. Αγγίζοντας πια και τη βιρτουοζιτέ!
*Υστερόγραφο: στη φωτογραφία, παλιά ανάρτηση σε οίκο ανοχής στην Κωνσταντινούπολη. «Η βίζιτα στοιχίζει 1.000 λίρες περιλαμβανομένου του ΦΠΑ. Η χρήση προφυλακτικού είναι υποχρεωτική». Εδώ, ούτε καν αυτό...