Τα καλύτερα έρχονται εκεί που δεν τα περιμένεις. Κι αν σε κάποια η αξία είναι κυρίως αυτό, το στοιχείο της έκπληξης δηλαδή, υπάρχουν και τα άλλα. Εκείνα που, πέρα από το απροσδόκητο, εμπεριέχουν και ουσία πολλή.
Γνωστή μέχρι τότε ή και άγνωστη κάποτε.
Εδώ γνωστή. Γνωστή μεν αλλά σπανιότητα τόσο ξεκάθαρη, τόσο εντυπωσιακά συμπυκνωμένη, ώστε να μπορείς να την κατανοήσεις με τέτοια ευκολία (πια).
Τον θάνατο της Ελισάβετ Β’ τον περιμέναμε. Πλήρης ημερών έφυγε η βασίλισσα. Στα 96 της χρόνια. Και γιατί να μην ζήσει τόσο άλλωστε, αφού εάν εξαιρέσει κανείς τα σεξουαλικά όργια του συζύγου της, τον θάνατο της πρώην νύφης της με την οποία δεν τα πήγαινε καλά, όμως με τίποτα δεν ήθελε να εμπλακεί το όνομά της σε σενάρια συνωμοσίας σε σχέση με τον θάνατο αυτό, την ανάμειξη του γιου της στο σκάνδαλο Έπσταϊν και μερικά άλλα -μικρότερα- σκάνδαλα, η ζωή της φέρθηκε πολύ καλά.
Ζωή και κότα ζούσε η συγχωρεμένη. Και από καλοπέραση δεν πέθανε ποτέ κανείς. Κανείς και καμία τουλάχιστον οι οποίοι είχαν, όπως εκείνη, την προνοητικότητα να απολαμβάνουν τα καλά της ζωής με μέτρο, ειδικά στα της διατροφής.
Το περιμέναμε, λοιπόν, ότι θα μας άφηνε χρόνους. Εδώ και χρόνια μάλιστα. Αυτό που δεν περιμέναμε -αυτά είναι τα καλύτερα που έλεγα πριν, όχι το ότι πέθανε η γυναίκα, βέβαια- ήταν πως με κάποιον άβολο και αστείο, υπό τις περιστάσεις ενός θανατικού, τρόπο, ο θάνατος της βασίλισσας Ελισάβετ η οποία, ας σημειωθεί, μέχρι και τον νεαρό κομμουνιστή και μετέπειτα Πρόεδρο της Κύπρου Δημήτρη Χριστόφια, είχε εμπνεύσει να πει στη συντρόφισσα-σύζυγό του από Πελέντρι το αλησμόνητο «Ελίζαμπεθ, κουίν οφ μάι χάρτ!» στην καρδιά της Μόσχας, χωρίς εκείνη (ευτυχώς για εκείνον, δυστυχώς για εμάς) να τον καταγγείλει στο κόμμα για, ξέρω ‘γω, «φιλομοναρχικό, αντεπαναστατικό ρεβιζιονισμό», ότι ο θάνατος, λοιπόν, της Ελισάβετ Β’ θα έβγαζε στην επιφάνεια ό,τι πιο ττακκουρημένο έχουν αφήσει ως κατάλοιπο οι αιμομιξίες των προγόνων μας στο γενικό DNA του Πελλότοπου. Κι όμως, το έβγαλε! Και πώς!
Σπάνια μπορούμε να έχουμε μια εικόνα όλων των ζαβών της φύσης του μέσου Κυπραίου/ας, τόσο ολοκληρωμένη και περιεκτική όσο εκείνη που αναδείχθηκε μέσα από αυτήν την παράξενη ιστορία ή την υστερία εάν προτιμάτε και μάλλον καλά κάνετε, με τις αντιδράσεις των Πελλοτοπιτών στα social media με το που ανακοινώθηκε ο θάνατος της Ελισάβετ Β’. Η αμορφωσιά, η ελαφρότητα, ο φανατισμός, η τοξικότητα, η αμπαλατοσύνη και τόσα μα τόσα άλλα, μπήκαν σε μια… οικογενειακή φωτογραφία υψηλής ανάλυσης. Όλα τα κουσούρια μαζί. Σαν να τα μάζεψε κάποιος και να τα χώρεσε σε ένα κάδρο με τάξη θαυμαστή.
Για πρώτη δε φορά, κάνοντας τη σύγκριση και με το 1993, όταν οι αντιδράσεις για την τότε επίσκεψη της Ελισάβετ Β’ στην Κύπρο είχαν περιοριστεί -εν αντιθέσει με σήμερα- σε μια μικρή ομάδα γραφικών τύπων, ίσως να αντιλαμβάνεται κανείς τόσο την αγωνία ερωτημάτων των ημερών στη χώρα μας, όπως: υπήρχαν και το 1993 αυτές οι στρατιές; Τις έφτιαξαν τα social media ή απλώς επιδεινώθηκε η κατάστασή τους με το που τους δόθηκε βήμα; Ακόμα: είναι παροδικό; Να ανησυχήσουμε; Και πόσο;
Η προσπάθεια του μέσου Κυπραίου και της μέσης Κυπραίας να βγει -και συγχωρέστε με- η καθημερινή του/της social media πορδή όσο πιο ηχηρή γινόταν -εκεί όπου φυσικά η ανάγκη είναι για μία και όχι για περισσότερες κάθε μέρα- οδήγησε σε ένα παραλήρημα που όμοιό του νομίζω ότι δεν έχω ξαναδεί, όχι σε ένταση αλλά, πώς να το πω, στο φοητσιάρικον του πράγματος.
Διότι, άλλο είναι να αρπάζεις ξέρω ‘γω τον προπονητή της ομάδας ή μια σταρ του συρμού η οποία κατηγορείται ότι δεν φροντίζει τα παιδιά της και να φωνάζεις για κρεμάλες, για ψόφους και όλα τα υπόλοιπα των παθολογικών συμπτωμάτων των ημερών, για να κάνεις το κομμάτι σου, και άλλο να αποφασίζεις ότι σήμερα θα εκτονωθείς με έναν Παλληκαρίδη διότι, με βάση μια ευρέως διαδεδομένη ανοησία, η Ελισάβετ η Β΄ θα μπορούσε να τον είχε σώσει και τελικά ενέκρινε την εκτέλεσή του.
Τον Παλληκαρίδη ειδικά δεν μπορούσε να τον είχε σώσει, διότι ο Παλληκαρίδης αρνήθηκε να κάνει έφεση στην καταδίκη του και παραδέχτηκε εξ αρχής ενοχή με την ιστορική φράση: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο». Αυτό δείχνει και το μεγαλείο του. Το τηλεγράφημα των δικηγόρων του Φοίβου Κληρίδη και Λέλλου Δημητριάδη στο Παλάτι ήταν μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια, η οποία όμως δεν είχε κανένα περιθώριο επιτυχίας. Επίσης, ο Παλληκαρίδης δεν ήταν 17 χρονών όπως αναπαράγεται παντού, αλλά 19 χρονών. Δεν αλλάζει κάτι στο προκείμενο και τη συζήτηση για την Ελισάβετ Β’, αλλά είναι θέμα σεβασμού της Ιστορίας και του ιδίου του ήρωα.
Η Ελισάβετ Β΄ δεν υπέγραψε καμία θανατική καταδίκη κανενός. Δεν ήταν θέμα δικό της άλλωστε, αλλά θέμα της αποικιοκρατικής κυβέρνησης. Κάποιοι εκτιμούν πως εάν ο Παλληκαρίδης είχε υποβάλει έφεση στην καταδίκη του και δεν παραδεχόταν, το κλίμα των ημερών στη Βρετανία, το οποίο πίεζε για την κατάργηση της θανατικής ποινής, ίσως να κατάφερνε να τον διασώσει. Ίσως, ίσως και όχι. Άλλωστε, ήταν ο τελευταίος που απαγχονίστηκε από τους αποικιοκράτες εδώ και η θανατική ποινή καταργήθηκε στη Βρετανία το 1969, αφού είχε ανασταλεί η εφαρμογή της το 1965.
Πέρα από όλα αυτά όμως, η ευκολία με την οποία ακόμα και ένα τέτοιο ζήτημα εκχυδαΐζεται με ανακρίβειες, ιαχές ποδοσφαιρικής κερκίδας, πατριωτισμό της οκάς και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, ώστε το κάθε σαχλοκούδουνο να κάνει το κομμάτι του σήμερα, όταν χθες ήταν το πόσο μάστρος της σούβλας είναι ή το πόσο ωραία ή όχι είναι τα σούσι και αύριο θα είναι, ξέρω ‘γω, το εάν αδίκησε ο επόπτης την ομάδα και το εάν χαλά ή όχι το «αγίασμα», εάν δάκρυσε η τάδε εικόνα ή εάν κατουρήθηκε, θα πρέπει να μας προβληματίσει επιτέλους.
Όπως είχα γράψει και μετά τις πρώτες αναγνώσεις αυτής της καταιγίδας των ανοησιών, πάλι καλά που δεν μας πέθαινε κατακαλόκαιρο η βασίλισσα να τρέχουν οι διάφοροι να βρίσκουν φωτογραφίες από τα Φυλακισμένα Μνήματα, την ώρα που απλώνουν Πρωταρά ή Μύκονο φωτογραφίζοντας τα πόδια τους ή και δοκιμάζοντας βρακούθκια στο Marks & Spencer στην Ερμού, που είπε και μια φίλη μου. Φανταστήκατε πώς θα ήταν στην επιστροφή;
Κι όλα, βέβαια, προκειμένου να πουλήσουν αγωνιστική μούρη στο Facebook.
Το μόνο που χρειάζεται, μάνα μου, είναι ένα παραπεμπτικό από τον προσωπικό γιατρό του ΓεΣΥ και από εκεί η αναζήτηση για έναν ψυχίατρο. Μπορεί να βοηθήσει πολύ αν και η πίεση του κλάδου, δεδομένης της κατάστασης, είναι τεράστια στις μέρες μας. Ένα χάπι όμως κάνει θαύματα, αν όχι με τη βλακεία, σίγουρα με τις νευρώσεις και την ανάγκη προσοχής.
Επιτέλους, όμως, κάτι πρέπει να γίνει. Είτε ήταν εδώ το 1993 και βρίσκονταν σε νάρκη τόσα χρόνια, είτε μας προέκυψαν αίφνης. FFS επιτέλους! Και συγχωρέστε με ξανά.