Του Γιάννου Αφροδίση*
Συμπληρώθηκαν φέτος 25 χρόνια από την ιστορική συμφωνία του Μπέλφαστ, που έμεινε γνωστή ως Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής και τερμάτισε την ένοπλη και αιματηρή σύγκρουση στη Βόρειο Ιρλανδία, που στο τελευταίο της μέρος (The Troubles) διήρκεσε πέραν των 30 ετών.
Ο διχασμός των δύο διακριτών κοινοτήτων στη Β. Ιρλανδία προσδιοριζόταν από τις διαφορετικές εθνικές (Κέλτες-Βρετανοί) και θρησκευτικές (καθολικοί-προτεστάντες) ταυτότητες, αντικατοπτριζόταν στις βαθιές ταξικές αντιθέσεις και τις ανισότητες στην εργασία και στην εκπαίδευση και παρουσιαζόταν στη δημόσια ζωή μέσω δύο συγκρουόμενων πολιτικών αιτημάτων: την ενσωμάτωση στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας (republicans/καθολικοί) και την παραμονή ως περιφέρεια του Ηνωμένου Βασιλείου (unionists/προτεστάντες).
Παρά την αριθμητική και κοινωνικοοικονομική υπεροχή των προτεσταντών στη Β. Ιρλανδία, η κοινότητα τελούσε υπό το καθεστώς μιας υπαρξιακής ανασφάλειας, ως απόρροια της ευρύτερης πραγματικότητας: εξακολουθούσε να αποτελεί μια μειοψηφία στο σύνολο του πληθυσμού της νήσου της Ιρλανδίας. Έτσι, ανέπτυξε ένα συλλογικό, κοινοτικό πλαίσιο αξιών και προσεγγίσεων το οποίο απέκλειε κάθε ιδέα αλλαγής, απέρριπτε οποιαδήποτε συνεννόηση με την άλλη κοινότητα και εργαλειοποιούσε ακόμα και ήσσονος σημασίας ζητήματα προκειμένου να αναδείξει διαφορές και να περιχαρακωθεί πίσω από συμβολισμούς και εθνικά αφηγήματα.
Οι εκλογές νέων κυβερνήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο (Blair) και στη δημοκρατία της Ιρλανδίας (Ahern) στα μέσα του 1997, δημιούργησαν εκείνες τις πολιτικές συνθήκες για την επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας. Στις κοινότητες της Βορείου Ιρλανδίας είχε γίνει κατανοητό πως η ένοπλη αντιπαράθεση με τους πέραν των 3 χιλιάδων νεκρών έπρεπε να τερματισθεί. Η αμερικανική κυβέρνηση (Clinton), ανταποκρινόμενη και στην επιμονή ισχυρών οργανώσεων της ιρλανδικής διασποράς στις ΗΠΑ, ανέλαβε ενεργό διπλωματικό μεσολαβητικό ρόλο, με επικεφαλής τριμελούς μεσολαβητικής επιτροπής τον διακεκριμένο πρώην γερουσιαστή George Mitchell.
Το τελικό στάδιο της διαδικασίας κάθε άλλο παρά εύκολο υπήρξε. Παρ' όλες τις κατά καιρούς καταπαύσεις του πυρός, εξακολουθούσαν να υφίστανται παραστρατιωτικές οργανώσεις, σαφείς αποκλίσεις επιδιώξεων και θέσεων επί σειράς ζητημάτων και έλλειψη εμπιστοσύνης κυρίως μεταξύ των πιο σκληροπυρηνικών πολιτικών κομμάτων. Παρ' όλα αυτά, το κίνητρο όλων των εμπλεκόμενων πλευρών για τη δημιουργία μιας νέας κατάστασης πραγμάτων υπερίσχυσε και έγινε κατορθωτή η συμφωνία.
Κρίσιμες πτυχές της οργάνωσης της ειρηνευτικής διαδικασίας
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους πολιτικούς αναλυτές και την ακαδημαϊκή κοινότητα παρουσίασαν ορισμένες καινοτομίες της ειρηνευτικής διαδικασίας. Η συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων της Β. Ιρλανδίας ως αυτόνομων μερών στις συνομιλίες με δικούς τους αντιπροσώπους, προσέδωσε ισχυρό τεκμήριο συμμετοχικότητας και συμπερίληψης στην προσπάθεια. Πέραν των τότε ισχυρών (SDLP, UUP) και μικρότερων κομμάτων (Sin Fein, DUP, PUP) από τις 2 κοινότητες, συμμετείχε το φιλελεύθερο κεντρώο κόμμα (Alliance) που δεν αυτοπροσδιοριζόταν στη βάση των παραδοσιακών κοινοτικών διαχωρισμών αλλά στη βάση του αστικού πολιτικού ρεαλισμού. Θέση στις διαπραγματεύσεις εξασφάλισε και η Συμμαχία Γυναικών (Women’s Coalition). Παρότι μικρή σε εκλογική επιρροή, η Συμμαχία Γυναικών διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τις συζητήσεις αναφορικά με τα θέματα στήριξης των οικογενειών των θυμάτων της βίας, της διακοινοτικής εκπαίδευσης και των μεικτών σχολείων, της κοινωνικής ισότητας και της πρόσβασης στη στέγαση και στην εργασία.
Επί της αρχή έγινε δεκτό από όλα τα μέρη πως συμφωνία θα καταγραφόταν μόνο σε περιπτώσεις όπου συγκεντρωνόταν η απαραίτητη συναίνεση, δηλαδή η θετική στάση της πλειοψηφίας των κομμάτων από την κάθε κοινότητα ξεχωριστά. Συνεπώς, κανένα κόμμα/μέρος από μόνο του δεν θα μπορούσε να οδηγήσει τη διαδικασία σε τέλμα και αδιέξοδο. Επιπρόσθετα, κατέστη σαφές πως για να υπερβούν οι κοινότητες τα βάρη των ιστορικών τους αποσκευών και την αιματοχυσία, δεν θα έπρεπε απαραιτήτως να συμφωνούν όλοι.
Για την οργάνωση της διαπραγμάτευσης, διαμορφώθηκαν τρία διακριτά επίπεδα/νήματα διαπραγμάτευσης (strands) στα οποία συμμετείχαν διαφορετικοί δρώντες:
1. Καταμερισμός εξουσίας: αφορούσε τη λειτουργία θεσμών διακοινοτικής συνεργασίας, σε επίπεδο νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων σε τοπικό επίπεδο. Στη συζήτηση συμμετείχαν οι εκπρόσωποι των κομμάτων της Β. Ιρλανδίας και εκπρόσωποι της κυβέρνησης του ΗΒ.
2. Τομείς και μηχανισμοί συνεργασίας μεταξύ της Β. Ιρλανδίας και της δημοκρατίας της Ιρλανδίας, με συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των μερών.
3. Ανάπτυξη των διακρατικών σχέσεων μεταξύ της δημοκρατίας της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, ειδικότερα σε ζητήματα που δεν αφορούν τις αρμοδιότητες των τοπικών αρχών της Β. Ιρλανδίας. Στο συγκεκριμένο επίπεδο συμμετείχαν μόνο οι εκπρόσωποι των δύο κυρίαρχων κρατών.
Ο ρόλος των θεσμών
Για την εξασφάλιση της ορθής και ομαλής εφαρμογής των προνοιών της συμφωνίας, κρίθηκε ως καταλληλότερο εργαλείο η δημιουργία νέων θεσμών. Στο τοπικό επίπεδο της Β. Ιρλανδίας, τόσο η συνέλευση (Legislative Assembly) όσο και η κυβέρνηση (Cross-Party Executive), σχεδιάστηκαν με κύριο στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική και κοινοτική αντιπροσώπευση. Επιπρόσθετα, ιδρύθηκε το Civic Forum αποτελούμενο από εκπρόσωπους μη κυβερνητικών οργανώσεων, ως συμβουλευτικό σώμα επί κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών θεμάτων.
Για τη συνεργασία μεταξύ Β. Ιρλανδίας και δημοκρατίας της Ιρλανδίας, συστάθηκε το North-South Ministerial Council, με τη συμμετοχή υπουργών των δύο μερών υπό την πολιτική εποπτεία του οποίου λειτούργησαν 6 φορείς συνεργασίας και συνδιαχείρισης θεμάτων. Λειτουργούν για παράδειγμα το Food Safety Promotion Board για θέματα συνδιαχείρισης της ασφάλειας τροφίμων και συναφών επιστημονικών θεμάτων, το InterTrade Ireland για την προώθηση της διασυνοριακής εμπορικής συνεργασίας, το Tourism Ireland για την παγκόσμια προώθηση της νήσου της Ιρλανδίας ως ενιαίου τουριστικού προορισμού και ούτω καθεξής.
Για τη λειτουργία των θεσμών συνεργασίας και των εκατοντάδων προγραμμάτων που υλοποιούν, διατέθηκαν σημαντικοί οικονομικοί πόροι, προσωπικό και άλλα μέσα τόσο από τα κράτη του Ηνωμένου Βασιλείου και της δημοκρατίας της Ιρλανδίας, όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι θεσμοί αυτοί δεν έπαυσαν να λειτουργούν, εξακολούθησαν να ανταποκρίνονται στις συνήθεις υποχρεώσεις τους ακόμα και σε περιόδους κυβερνητικής αστάθειας ή πολιτικής κρίσης.
Ηγεσία και… ηγεσία
Η ειρηνευτική διαδικασία διήρκεσε 22 μήνες, με δυσκολίες και παλινδρομήσεις, εντάσεις και συμβιβασμούς. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν προϊόν ενός έντιμου συμβιβασμού, με επί μέρους συμφωνίες επί αρχών και παραπομπή αρκετών εφαρμοστικών λεπτομερειών σε μεταγενέστερο στάδιο, ακόμα και για ζητήματα που όλα τα μέρη θεωρούσαν σημαντικά (αστυνόμευση, αφοπλισμός). Για ορισμένα θέματα προνοήθηκαν ρήτρες αναθεώρησης (review clauses). Η συμφωνία διαλάμβανε μεταξύ άλλων την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την ίδρυση επιτροπών ισότητας, τη διαφύλαξη των γλωσσών, την αποφυλάκιση καταδικασθέντων και την παραπομπή του συνταγματικού καθεστώτος της Β. Ιρλανδίας στο μέλλον, σύμφωνα με τις επιθυμίες των πολιτών της.
Τα τελικά αποτελέσματα της Συμφωνίας του Μπέλφαστ υποστηρίχτηκαν και προτάθηκαν από τις πλείστες πολιτικές ηγεσίες προς τους πολίτες και έτυχαν λαϊκής αποδοχής μέσω δημοψηφισμάτων, στις 22 Μαΐου 1998, τόσο στη Βόρειο Ιρλανδία όσο και στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας η οποία αποδέχθηκε την αλλαγή συνταγματικών προνοιών που αναφέρονταν σε ιστορικές εδαφικές αξιώσεις επί της Β. Ιρλανδίας.
Αναμφίβολα, για τη διεξαγωγή της ειρηνευτικής διαδικασίας της Β. Ιρλανδίας και τη συνομολόγηση της Συμφωνίας του Μπέλφαστ απαιτήθηκε ηγεσία, που χωρίς να ακυρώνει εθνικές και κοινοτικές ταυτότητες, άλλαξε την κατάσταση πραγμάτων και οδήγησε τους πολίτες σε μια νέα, ελπιδοφόρα εποχή. Ηγεσία και ισχυρή δέσμευση απαιτήθηκε και σε πολύ μεγάλο βαθμό προσφέρθηκε και κατά τα 25 χρόνια εφαρμογής της συμφωνίας, τόσο σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο τοπικών κομματικών οργανώσεων, τεχνοκρατικής διοίκησης των θεσμών διακοινοτικής συνεργασίας και σε επίπεδο των εκκλησιαστικών δομών στη νήσο.
Το κάθε διεθνές, περιφερειακό ή τοπικό πρόβλημα είναι μοναδικό, υπό την έννοια ότι στην κάθε περίπτωση το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, οι διεκδικήσεις, το είδος και η ένταση της σύγκρουσης, οι επί μέρους επιδιώξεις είναι διαφορετικές. Κοινή είναι μόνο η ανάγκη για βούληση, ηγεσία και δέσμευση προκειμένου να επιτυγχάνεται η ειρήνη και η ευημερία και κυρίως να διατηρείται και να ενισχύεται. Η περίπτωση της Β. Ιρλανδίας αξίζει να μελετηθεί εις βάθος και στην Κύπρο καθώς ενδεχομένως να υποβοηθά τόσο την παραγωγή ιδεών αναφορικά με την οργάνωση και διαχείριση πτυχών των ειρηνευτικών προσπαθειών που αφορούν την πατρίδα μας, όσο και τις θεσμικές και πολιτικές απαιτήσεις για τη θωράκιση της εφαρμογής μιας συμφωνίας.
*Διευθυντή Γραφείου Προέδρου της Βουλής
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.