* Πρέσβη ε.τ. πρώην γενικού διευθυντή Υπουργείου Εξωτερικών
Η προσπάθεια αναθεώρησης του Συντάγματος από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο το 1963, τα γνωστά «13 σημεία», έχει απασχολήσει για πολλά χρόνια την κοινή γνώμη. Με αφορμή πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή, θεώρησα χρήσιμο να συνεισφέρω στη συζήτηση αυτή, με όσα μπόρεσα να εξακριβώσω ως προς τις προθέσεις της ελληνοκυπριακής ηγεσίας την περίοδο εκείνη και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ειδικότερα.
Το επίσημο αφήγημα της πλευράς μας, ακόμη και σήμερα, είναι ότι οι συνταγματικές προτάσεις του Αρχιεπισκόπου θα ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Φαίνεται, όμως, ότι αυτή δεν είναι όλη η αλήθεια, γιατί όπως εξηγώ στη συνέχεια, σε περίπτωση τουρκικής άρνησης, η πρόθεση ήταν η συνταγματική αναθεώρηση να επιδιωχθεί μονομερώς.
Πέραν όμως αυτού, και ανεξάρτητα από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Σύνταγμα ήταν όντως δυσλειτουργικό και εν πολλοίς δύσκολο στην εφαρμογή του, παραμένουν δύο άλλα ερωτήματα:
- Γιατί υπήρξε σπουδή στην προσπάθεια αναθεώρησης;
- Γιατί η ελληνοκυπριακή ηγεσία προχώρησε, παρά τη σαφή αντίθεση της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης και την αμφιλεγόμενη στάση των Βρετανών;
Απ' όσα παραθέτω, διευκρινίζονται, πιστεύω, κάποιες πτυχές, χωρίς όμως το θέμα να εξαντλείται πλήρως.
Χρονικό πλαίσιο
Την Τρίτη, 6 και την Τετάρτη, 7 Αυγούστου 1963, δημοσιεύθηκαν στον «Φιλελεύθερο» δηλώσεις του Προέδρου Μακαρίου προς τον Ελλαδίτη δημοσιογράφο Κώστα Χατζηαργύρη, συνεργάτη της εφημερίδας, κατά τη συνάντησή τους που πραγματοποιήθηκε στη θερινή προεδρική κατοικία στο Τρόοδος, το προηγούμενο Σάββατο, 3 Αυγούστου 1963.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο «Φιλελεύθερος» εθεωρείτο, ιδίως την εποχή εκείνη και ήταν, εκφραστικό όργανο του Μακαρίου και των απόψεών του. Τις δηλώσεις αυτές του Αρχιεπισκόπου-Προέδρου, ο «Φιλελεύθερος» πρόβαλε με ολοσέλιδους τίτλους στην πρώτη σελίδα και των δύο εκδόσεών του. Οι δηλώσεις αυτές δεν διαψεύσθηκαν. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ο Μακάριος ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει εν ανάγκη (δηλαδή σε περίπτωση μη συμφωνίας των άλλων εμπλεκομένων και ιδίως της τουρκικής πλευράς), σε μονομερή αναθεώρηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο τίτλος του δημοσιεύματος της 7ης Αυγούστου αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Η αναθεώρησις των συμφωνιών και του Συντάγματος θα επιδιωχθή έστω και διά μονόπλευρων εν ανάγκη πρωτοβουλιών και μέτρων υπό της κυπριακής ηγεσίας». Από το κείμενο των δημοσιευμάτων προκύπτει, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, η πρόθεση του Μακαρίου να προχωρήσει σε μονομερείς πρωτοβουλίες.
Οι δηλώσεις Μακαρίου, όπως ήταν φυσικό, δεν διέλαθαν της προσοχής της βρετανικής Υπάτης Αρμοστείας. Ο ύπατος αρμοστής, Sir Arthur Clark, σε τηλεγράφημά του, μετά από συνάντησή του με τον Μακάριο, αναφέρει ότι ο τελευταίος του επιβεβαίωσε: «...what was said in Hadjiargyris' report, particularly on unworkability of constitution» και στη συνέχεια προσθέτει: «If the Turks agree to negotiate, he hopes that solutions will be agreed upon. But if not, he is determined to amend the constitution, even if he would appear to be acting unilaterally. ...But he repeated that, even if they did not, he would insist on presenting to the country a new constitution to his own liking in 1964». Ταυτόχρονα, ο Clark εξέφρασε την ανησυχία του για την πιθανότητα αιματοχυσίας από το ενδεχόμενο μονομερών ενεργειών.
Πέραν όμως αυτών, η πρόθεση του Μακαρίου να προχωρήσει «εν ανάγκη μονομερώς», εξάγεται και από σχετικές αναφορές στο βιβλίο του Γλαύκου Κληρίδη, «Η κατάθεσή μου», όπως και της Στέλλας Σουλιώτη, στο βιβλίο της «Fettered independence, Cyprus, 1878-1964».
Η ενέργεια αυτή του Μακαρίου, να δηλώσει δηλαδή δημόσια και ευθέως και να επιβεβαιώσει επίσημα στον Βρετανό ύπατο αρμοστή, την πρόθεσή του να προχωρήσει μονόπλευρα στην αναθεώρηση του Συντάγματος, προκαλεί εύλογα απορίες. Πολύ περισσότερο, γιατί ο Μακάριος, ήδη από τον Νοέμβριο του 1962, μετά τη συνάντησή του στην Άγκυρα με τον Τούρκο Πρωθυπουργό, Ismet Inönü, ήταν ενήμερος των αρνητικών θέσεων της Τουρκίας επί του θέματος.
Επ' αυτού ρώτησα, τον Σεπτέμβριο του 1993, τον αείμνηστο Σπύρο Κυπριανού, ο οποίος, ως υπουργός Εξωτερικών, είχε συνοδεύσει τον Μακάριο στην Τουρκία και ήταν παρών στη συνάντησή του με τον Inönü. Μου επιβεβαίωσε τα λεχθέντα από τον Inönü και πρόσθεσε πως, αν και η τοποθέτηση του Τούρκου Πρωθυπουργού στη «βολιδοσκόπηση» του Μακαρίου δεν ήταν απόλυτα αρνητική, ο Inönü υπέδειξε σαφώς στον συνομιλητή του «να αφήσει το Σύνταγμα να λειτουργήσει», μη αποκλείοντας σε μεταγενέστερο στάδιο την επανεξέταση κάποιων προνοιών του, αν αυτές αποδεικνύονταν όντως προβληματικές.
Υπήρξαν, όμως, στη συνέχεια δημόσιες τοποθετήσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού, τόσο ενώπιον τη τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, όσο και σε δημοσιογραφικές διασκέψεις, που δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίας για την αρνητική τοποθέτηση της Τουρκίας έναντι της προοπτικής αναθεώρησης του Συντάγματος, πολύ περισσότερο μονομερούς.
Νομίζαμε ότι μπλόφαραν
Υπέβαλα στον Σπύρο Κυπριανού, τη Στέλλα Σουλιώτη και τον Τάσσο Παπαδόπουλο το ερώτημα γιατί, παρ' όλη την αντίθεση και τις προειδοποιήσεις της Τουρκίας, η ελληνοκυπριακή ηγεσία προχώρησε με την πρόθεσή της για αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι απαντήσεις και των τριών στενών συνεργατών του Μακαρίου ήταν εκπληκτικά ταυτόσημες: «Νομίζαμε ότι μπλόφαραν».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Σύνταγμα του 1960 ήταν και «δοτό» και δυσλειτουργικό. Ήταν όμως λάθος να παραβλέπεται το γεγονός ότι αποτελούσε την πολιτική και νομική έκφραση ενός συμβιβασμού, μεταξύ, αφ' ενός των εθνικών φιλοδοξιών της ελληνικής πλειοψηφίας, οι οποίες μεταφράζονταν στην επιθυμία της για ένωση με την Ελλάδα και αφ' ετέρου την εχθρική αντίδραση της τουρκικής μειονότητας έναντι της διεκδίκησης αυτής των Ελλήνων. Πιο σημαντικό είναι όμως το γεγονός πως αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος διεθνών συμφωνιών και εγγυήσεων με τρεις ξένες δυνάμεις και κατά συνέπεια δεν ήταν, νομικά και πολιτικά, εφικτό ορισμένες θεμελιώδεις πρόνοιές του να τροποποιηθούν μονομερώς.
Η δυσλειτουργία και περιπλοκότητα του κυπριακού Συντάγματος ομολογείται και από τον διαπρεπή Βρετανό συνταγματολόγο S.A. De Smith, ο οποίος έγραφε επ' αυτού: «Unique in its tortuous complexity and in the multiplicity of the safeguards that it provides for the principal minority, the Constitution of Cyprus stands alone among the constitutions of the world... The Nicosia model will never attract enthusiastic emulators; but it must be judged as the only acceptable remedy for a desperate situation in which the will of the local majority had to be subordinated to the interests of international peace».
Οι θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες αποφασίσθηκαν με τις συμφωνίες της Ζυρίχης (μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας) και του Λονδίνου (μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελλάδος, της Τουρκίας, της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου) τον Φεβρουάριο του 1959 και ενσωματώθηκαν στη συνέχεια στο Σύνταγμα του νέου κυπριακού κράτους, εγκαθίδρυαν ένα σύστημα πραγματικής δυαρχίας. Προέβλεπαν, στην ουσία, έναν διαμοιρασμό της κρατικής εξουσίας σε όλους τους τομείς άσκησής της (εκτελεστικό, νομοθετικό, δικαστικό), μεταξύ των δύο κοινοτήτων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την πληθυσμιακή αναλογία, ευνοώντας υπέρμετρα κατά τον τρόπο αυτό την τουρκική μειονότητα.
Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις, ως έκφραση μιας πολιτικής βούλησης η οποία υπερέβαινε τα όρια της Κύπρου, βρίσκονται στις ρίζες της κρίσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων, η οποία εξερράγη τον Δεκέμβριο του 1963 και ενέπλεξε στη διαμάχη την Ελλάδα και την Τουρκία.
Υποστηρίχθηκε, και ακόμη υποστηρίζεται, η άποψη ότι η προσπάθεια για αναθεώρηση του Συντάγματος είχε, τουλάχιστον σε ένα πρώτο στάδιο, τη σύμφωνη γνώμη, ή εν πάση περιπτώσει, την ανοχή της βρετανικής κυβέρνησης, της οποίας ο ύπατος αρμοστής στην Κύπρο είχε μάλιστα προβεί και σε διορθώσεις στο σχέδιο προτάσεων του Αρχιεπισκόπου. Η άποψη αυτή φαίνεται, με βάση βρετανικά αρχεία, εν μέρει να ευσταθεί.
Είναι, επίσης, αλήθεια ότι ο Sir Arthur Clark είχε δώσει την εντύπωση αυτή στους Ελληνοκύπριους συνομιλητές του. Όμως, για ένα τόσο μείζονος σημασίας θέμα ήταν αρκετή η γνώμη μόνο του πρέσβη μιας μόνο των εγγυητριών δυνάμεων; Κατά την άποψή μου, λαμβανομένων υπόψη και των αρνητικών τοποθετήσεων της Τουρκίας που είχαν προηγηθεί, θα έπρεπε, πριν οποιαδήποτε ενέργεια, να είχε υπάρξει διαβούλευση στο ανώτατο επίπεδο με όλους τους εμπλεκόμενους.
Κατά τη συνάντηση του Σπύρου Κυπριανού με τον Βρετανό ομόλογό του, Lord Home, στο Λονδίνο, τον Μάιο του 1963, η βρετανική κυβέρνηση είχε καταστήσει σαφές ότι δεν ήταν πρόθυμη να κάνει οτιδήποτε σε σχέση με τις συνθήκες ερήμην της Ελλάδος και της Τουρκίας. Και, βέβαια, δύο ελληνικές κυβερνήσεις (Καραμανλή και Πιπινέλη) είχαν προειδοποιήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να απόσχει από κάθε μονομερή ενέργεια. Σε μία μάλιστα περίπτωση η Αθήνα ζήτησε από το Λονδίνο «να συγκρατήσει τον Μακάριο» («to contain Makarios»).
Είναι αλήθεια ότι το Λονδίνο είχε τηρηθεί ενήμερο των εξελίξεων και έβλεπε τον εαυτό του σαν ένα honest broker μεταξύ των μερών. Είναι, επίσης, ακριβές ότι οι Βρετανοί είχαν σταδιακά αναγνωρίσει την ανάγκη ορισμένων συνταγματικών αλλαγών, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτές θα ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων και συμφωνίας μεταξύ των εμπλεκομένων και σε καμία περίπτωση προϊόν μονομερών πρωτοβουλιών. Είχαν, έτσι, προσπαθήσει να πείσουν, αφ' ενός την τουρκική κυβέρνηση για την ανάγκη κάποιων συνταγματικών αλλαγών και αφ' ετέρου να αποθαρρύνουν τον Αρχιεπίσκοπο να προχωρήσει μονομερώς. Η πολιτική του Λονδίνου απέβλεπε στη διατύπωση «λογικών» συνταγματικών προτάσεων και στη συνέχεια τη διεξαγωγή «ανεπίσημων» συνομιλιών, με στόχο την επίτευξη ικανοποιητικής συμφωνίας πριν τις προεδρικές εκλογές του 1965, όπως ήταν και η επιθυμία/πρόθεση του Μακαρίου.
Μια ερμηνεία της βρετανικής αυτής στάσης είναι ότι το Λονδίνο ήθελε να αποκαταστήσει «ομαλές» σχέσεις με τους Ελληνοκυπρίους, μετά τα όσα είχαν μεσολαβήσει κατά την περίοδο 1955-1959. Τους Τουρκοκυπρίους θεωρούσε τρόπον τινά «δεδομένους». Για το Ηνωμένο Βασίλειο προείχε η διασφάλιση του καθεστώτος, της ομαλής λειτουργίας και της ασφάλειας των στρατιωτικών του βάσεων στην Κύπρο. Και, σύμφωνα με τα βρετανικά αρχεία (οδηγίες προς τον Βρετανό ύπατο αρμοστή), αυτή εξαρτάτο σε πολύ μεγάλο βαθμό από την αγαστή συνεργασία με τους Ελληνοκυπρίους. Η εφαρμογή της πολιτικής αυτής ανατέθηκε πρωτίστως στον Sir Arthur Clark.
Ο ρόλος του Clark
Πολλά έχουν γραφεί για τον ρόλο του Sir Arthur. Εκείνο το οποίο μπορεί να λεχθεί με σχετική βεβαιότητα είναι ότι, κατά την κρίσιμη περίοδο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1963, ο Clark ήταν σε συνεννόηση με τους Ελληνοκύπριους ιθύνοντες, ιδίως τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Σπύρο Κυπριανού και τηρούσε το υπουργείο του ενήμερο των συνομιλιών του στη Λευκωσία, λαμβάνοντας τακτικά οδηγίες. Είναι επίσης σαφές ότι η ουσία των προτάσεων του Αρχιεπισκόπου διαβιβάσθηκε στο Λονδίνο, όπου έτυχαν σχολιασμού και επ' αυτού ενημερώθηκε ο Clark.
Παρά ταύτα, μετά την απόρριψη των προτάσεων του Αρχιεπισκόπου από την Τουρκία, το Foreign Office έσπευσε να αποδοκιμάσει τις ενέργειες του Sir Arthur, καίτοι μόνο μέσω υπηρεσιακών σημειωμάτων, και να λάβει από αυτόν αποστάσεις. Είναι ενδεικτικό το ακόλουθο απόσπασμα από επιστολή του Sir Ralph Murray, πρέσβη του ΗΒ στην Αθήνα, προς το Foreign Office, στις 23.12.1963:
«...it seems to me that, either by confidential means, or by direct contact, Sir Arthur Clark and his staff had possibly been in such close relations with the Greek Cypriots during the drafting stage of their proposals that the latter could quite genuinely suppose that they had consulted the British and obtained their approval... It seems clear that Sir Arthur had in fact seen the proposals in draft, either by personal contact or through an intermediary (I had suppose the latter): it is not however stated in that telegram that he had discussed them and I assumed it incredible that he should have done so».
Παρόμοιες αναφορές συναντώνται και σε άλλα εσωτερικά έγγραφα του Foreign Office.
Είναι, επίσης, άξιο μνείας το γεγονός ότι, μέχρι την έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων, τον Δεκέμβριο 1963, το θέμα τύγχανε χειρισμού στο Foreign Office σε μεσαίο υπηρεσιακό επίπεδο και μόνο μετά τις ταραχές οι Βρετανοί επιλήφθηκαν σε ανώτατο υπηρεσιακό και πολιτικό επίπεδο.
Ασχέτως των βρετανικών θέσεων, όπως αυτές παρουσιάζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος του 1963, φαίνεται ότι η ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν εκτίμησε σωστά τη συνολική βρετανική θέση επί του γενικότερου θέματος της τροποποίησης των συμφωνιών του 1959.
Κατά τη συνάντηση εκείνη του Κυπριανού με τον Douglas-Home τον Μάιο στο Λονδίνο, ο πρώτος, με οδηγίες ασφαλώς του Προέδρου Μακαρίου, διερεύνησε τις βρετανικές προθέσεις για το ενδεχόμενο η Τουρκία και η Ελλάδα να παύσουν να «είναι δυνάμεις με ειδικό καθεστώς σύμφωνα με τη συνθήκη βάσει των διευθετήσεων της Ζυρίχης, αλλά μόνο η Βρετανία να ασκεί αυτό τον ρόλο... Ο υπουργός (σημ. δηλαδή ο Κυπριανού) επομένως ρώτησε ποια θα ήταν η στάση της βρετανικής κυβέρνησης στην εισήγηση η Βρετανία να είναι η μόνη εγγυήτρια δύναμη».
Όπως προκύπτει από τα βρετανικά έγγραφα, το σκεπτικό του Κυπριανού (και κατά συνέπεια του Μακαρίου) ήταν πως «Η Ελλάδα και η Τουρκία θα πρέπει να αντιληφθούν ότι είναι προς το συμφέρον τους να φύγουν από την Κύπρο ('...to get out of Cyprus...') και να αφήσουν τους Κυπρίους να προσεγγίσουν περισσότερο το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο έχει δεσμούς με την Κύπρο, αλλά όχι εσωτερικούς δεσμούς με οιαδήποτε των κοινοτήτων. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να εγγυηθεί τη λύση ('Settlement') στην Κύπρο και η εγγύηση αυτή θα μπορούσε να ενισχυθεί/ενδυναμωθεί και από τα Ηνωμένα Έθνη».
Η αντίδραση του Home είναι ενδεικτική: «We were friendly with both Greece and Turkey. They would be resentful if they believed that we were scheming with the Cypriots behind their backs to get them out... The Secretary of State added that, apart from our desire not to appear to be joining a conspiracy to oust both Greece and Turkey, there would not be any enthusiasm in Britain for us to hold this baby by ourselves».
Και αν ακόμη δεχθούμε την άποψη ότι η προσπάθεια αναθεώρησης είχε τη σύμφωνη γνώμη των Βρετανών, το πρόβλημα ασφαλώς δεν ήταν αυτοί, αλλά η Τουρκία, η οποία είχε ήδη καταστήσει σαφή τη θέση της επί του θέματος. Πιστεύω πως το «νομίζαμε ότι μπλόφαραν» δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής δικαιολογία. Στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί πολιτική εκτίμηση που αποδείχθηκε εσφαλμένη.
Η απειρία της ελληνοκυπριακής ηγεσίας την εποχή εκείνη σε θέματα γεωπολιτικής, όπως και η έλλειψη διπλωματικής πείρας, πιθανώς να ερμηνεύουν εν μέρει τις ενέργειές της σε ένα ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας, από το οποίο προέκυψαν στη συνέχεια αλυσιδωτές συνέπειες για τον τόπο.
Tα βασικά συμπεράσματα
Με αυτά τα βασικά δεδομένα, μπορεί κάποιος να αχθεί σε ορισμένα συμπεράσματα για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο:
- Είναι προφανές ότι και οι δύο κοινότητες διακατέχονταν από αμοιβαία καχυποψία και προετοιμάζονταν για το ενδεχόμενο ένοπλης σύγκρουσης.
- Παρά τη γενική αναγνώριση των δυσλειτουργιών και των ατελειών του συντάγματος, ούτε η μια, ούτε η άλλη Κοινότητα κατέβαλε προσπάθεια για την ομαλή λειτουργία του.
- Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε την πρόθεση να προχωρήσει μονομερώς στη συνταγματική αναθεώρηση, παρά επανειλημμένες περί του αντιθέτου προειδοποιήσεις, τόσο της τουρκικής, όσο και της ελληνικής κυβέρνησης. Η δεύτερη, παρά τις επιφυλάξεις της, στην ουσία «σύρθηκε» από τους Ελληνοκυπρίους σε μια κρίση, την οποία δεν επιθυμούσε. Επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος δεν φαίνεται να εκτίμησε ορθά στο σύνολό της τη βρετανική στάση. Απόλυτη προτεραιότητα των Βρετανών ήταν η διαφύλαξη της παρουσίας και της ασφάλειας των βάσεών τους στην Κύπρο.
- Η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας για τη Δύση, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, ιδίως όπως αυτή αναδείχθηκε μετά την κρίση της Κούβας, δεν φαίνεται να εκτιμήθηκε στην ορθή της διάσταση από την ελληνοκυπριακή ηγεσία.
- Τόσο οι δηλώσεις του Μακαρίου στον «Φιλελεύθερο», όσο και διάφορες άλλες δημόσιες τοποθετήσεις του την εποχή εκείνη υπέρ της Ένωσης, συνέβαλαν στην περαιτέρω επιδείνωση του κλίματος δυσπιστίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
- Κατά την επιλογή των 13 προς αναθεώρηση σημείων του Συντάγματος, δεν φαίνεται να εκτιμήθηκε σωστά το γεγονός ότι επρόκειτο περί των προνοιών ακριβώς εκείνων οι οποίες «ψυχολογικά» έδιναν στους Τουρκοκυπρίους ένα αίσθημα ασφάλειας και ισοτιμίας. Οι «παραχωρήσεις», εξάλλου, προς τους Τουρκοκυπρίους θεωρήθηκαν από αυτούς ως μη ουσιαστικής σημασίας και εν πάση περιπτώσει ως μη ικανοποιητικό «αντιστάθμισμα» των προτεινομένων συνταγματικών αλλαγών.
- Είναι, επίσης, γεγονός ότι ο Μακάριος υπερεκτίμησε προφανώς τις δυνατότητές του, ή υποτίμησε εκείνες της τουρκικής πλευράς, εξ ου και δεν μπόρεσε να διαχειρισθεί αποτελεσματικά τις συνέπειες της πολιτικής του, αφού, όπως φαίνεται, δεν είχε εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση αποτυχίας της προσπάθειάς του.
- Με δεδομένη την αντίθεση δύο ελληνικών κυβερνήσεων, Καραμανλή και Πιπινέλη, σε οποιαδήποτε προσπάθεια μονομερούς αναθεώρησης, ο Μακάριος θεώρησε ότι το κενό εξουσίας στην Ελλάδα, λόγω των εκλογών του Νοεμβρίου 1963, του παρείχε την ευκαιρία να προχωρήσει ερήμην των Αθηνών, δημιουργώντας έτσι ένα τετελεσμένο γεγονός.
Αν ισχύει ότι στην πολιτική τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, στην περίπτωση αυτή, οι συνέπειες της πρόωρης απόπειρας μονομερούς αναθεώρησης του Συντάγματος μας ακολουθούν ακόμα.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.