«Ροζ, είναι το χρώμα του μοναδικού τοίχου που στέκει ακόμα για να θυμίζει ότι, εδώ, στον πρώτο όροφο ενός κτηρίου στην οδό Μακαλιλάι, ακριβώς στην είσοδο του Σημείου Μηδέν, όπως το ονομάζουν πια οι ντόπιοι, υπήρχε κάποτε ένα δωμάτιο. Οι ντόπιοι. Κανείς τους δεν μένει πια εδώ. Ούτε και να επιστρέψει δεν θα μπορούσε... ». Σήμερα, το πρώτο μέρος του οδοιπορικού του «Π» σε σε έναν παράδεισο που δοκιμάζεται από πολέμους, καταστροφές και ανέχεια.
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Κώστας Κωνσταντίνου
Ροζ, είναι το χρώμα του μοναδικού τοίχου που στέκει ακόμα για να θυμίζει ότι, εδώ, στον πρώτο όροφο ενός κτηρίου στην οδό Μακαλιλάι, ακριβώς στην είσοδο του Σημείου Μηδέν, όπως το ονομάζουν πια οι ντόπιοι, υπήρχε κάποτε ένα δωμάτιο.
Οι ντόπιοι. Κανείς τους δεν μένει πια εδώ. Ούτε και να επιστρέψει δεν θα μπορούσε.
Αυτό που βλέπει κανείς μέσα από το παράθυρο, ας το πούμε έτσι, έχει ένα όνομα που ίσως να θυμάστε. Μαράουι λέγεται. Μια πόλη. Μέχρι το 2017 ήταν μία από τις πιο ευημερούσες πόλεις στο Μιντανάο, το δεύτερο από τα τρία μεγάλα νησιά των Φιλιππινών. Επτά χιλιάδες εξακόσια σαράντα και ένα είναι στο σύνολό τους.
Απαγορευμένος παράδεισοςΟλόκληρο το Μιντανάο, από την άλλη, όπως και τα γειτονικά νησιά, έφταναν στη διεθνή ειδησεογραφία σποραδικά. Συνήθως όταν κάποιος τουρίστας αγνοώντας τις υποδείξεις των αρχών να απολαύσει τις υπόλοιπες –ασφαλείς– Φιλιππίνες και τη μοναδική τους παραδεισένια ομορφιά αποφάσιζε να έρθει εδώ και είτε να κινηθεί προς στο κέντρο του νησιού είτε, χειρότερα ακόμα, να πάει σε κάποιο από τα μικρά νησιά ανατολικότερα. Εκεί, που οι ισλαμιστές της οργάνωσης Αμπού Σαγιάφ και άλλων παρόμοιων ομάδων προερχόμενων από την εθνότητα των Μόρο ή Μπανγκσαμόρο, τη μουσουλμανική μειονότητα του 5% περίπου των Φιλιππινών, τους έπαιρναν ως ομήρους ζητώντας λύτρα, ενίοτε με τραγική κατάληξη.
Κρατάει απ’ το ‘60Δεκαετίες ολόκληρες κρατάει αυτή η διαμάχη, και όχι μόνο αυτή. Ο βορράς του νησιού Μιντανάο ελέγχεται από μαοϊστές αντάρτες –υπάρχουν κι άλλες ομάδες εδώ–, είναι μια ιστορία με ασαφή αρχή, με τα κεφάλαια να προστίθενται αδιάκοπα και το τέλος να φαντάζει απίθανο παρά τις ενθαρρυντικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων.
Ενθαρρυντικές; Όταν τα βλέπει κανείς από το ροζ παράθυρο της οδού Μακαλιλάι, με το κουφάρι του Μαράουι να απλώνεται μπροστά, η λέξη είναι το λιγότερο άβολη. Το ίδιο άβολη είναι και όταν ακούει κανείς τις ιστορίες των δεκάδων χιλιάδων που έφυγαν εκείνο το πρωινό του Μάη του 2017. Για μία-δύο μέρες τους είπαν.
Γιατί το Μαράουι έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη, τελικά, σε διάρκεια μάχη στη Σύγχρονη Ιστορία της χώρας. Κράτησε πέντε μήνες και οδήγησε στον εκτοπισμό δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων οι οποίοι μέχρι τότε θεωρούσαν αδιανόητο κάτι τέτοιο. Ειδικά εκεί. Εκεί που πάντα η μουσουλμανική πλειονότητα της περιοχής ζούσε αρμονικά με το χριστιανικό στοιχείο.
«Το τακμπίρ!»Μέχρι τον Μάιο του 2017 λοιπόν. Όταν ο ISIS έκανε και εδώ την εμφάνισή του και ένοπλες ομάδες οι οποίες κατέβηκαν από τα βουνά και κατέλαβαν την πόλη ανακήρυξαν «χαλιφάτο» σπέρνοντας τον τρόμο σε όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν. Μια πρόσφυγας, μουσουλμάνα όπως οι περισσότεροι, μου είχε εξηγήσει πώς εκείνη και οι γείτονές της είχαν καταφέρει να μάθουν σε όσους χριστιανούς και τα παιδιά τους δεν πρόλαβαν την έξοδο, πώς αποκρίνεται κανείς στο «Τακμπίρ!». Όσοι δεν ήξεραν την απάντηση –«Αλλάχου Ακμπάρ»– εκτελούνταν.
Πέντε μήνες κράτησε η πολιορκία. Και το τι άφησε πίσω της είναι ό,τι φαίνεται από τον ροζ τοίχο. Δεν υπάρχει πια ούτε ένα ολόκληρο κτήριο από τους όλμους. Σπίτια, τζαμιά, μαγαζιά και ο καθεδρικός είναι ερείπια. Κανείς δεν επιτρέπεται να μπει στην πόλη.
Και οι σεισμοίΟ στρατός δεν είναι σε θέση να πει εάν υπάρχουν ακόμη παγιδευμένα κτήρια. Αλλά και να μην υπάρχουν, δεν είναι αυτό το μοναδικό πρόβλημα. Αυτός ο παράδεισος, γιατί παράδεισος είναι, των επτά τόσων χιλιάδων νησιών των Φιλιππινών, στην αρχή του Ειρηνικού Ωκεανού, έχει συνηθίσει να ζει με σεισμούς, τυφώνες και κυκλώνες. Και να πεθαίνει από αυτούς. Πόσω μάλλον σε μισά και ετοιμόρροπα κτήρια, σαν αυτά του Μαράουι.
Μερικά μόλις 24ωρα πριν μπω στο αεροπλάνο για τις Φιλιππίνες ένας ισχυρός σεισμός είχε χτυπήσει το Μιντανάο και οι εικόνες με το διπλωμένο στα δύο κτήριο στην πόλη του Νταβάο είχαν κάνει τον γύρο του κόσμου.
Γι’ αυτό και εγώ τους είπα ψέματα στο σπίτι όταν με ρώτησαν αν θα πήγαινα κοντά. «Μπα», είπα. «Πολύ μακριά. Εκεί δεν μπορεί να πάει κανείς, έτσι κι αλλιώς. Υπάρχει στρατιωτικός νόμος εν ισχύι σε ολόκληρο εκείνο το νησί».
Φυσικά και υπάρχει. Την ώρα που υπέγραφα τη δήλωση ότι αναλαμβάνω την ευθύνη και αναγνωρίζω τους κινδύνους της μετάβασης και την έστελνα με email στη Μανίλα για να πάρω τη διαπίστευση από το Υπουργείο Τύπου, ένιωσα άσχημα. Το ίδιο και την ώρα που έπαιρνα το αεροπλάνο από τη Μανίλα για το Μιντανάο.
Η όποια βοήθεια σημαίνει πολλάΜία βδομάδα πέρασα στις Φιλιππίνες. Ήταν μια αποστολή δημοσιογράφων από την ΕΕ προκειμένου να δούμε όχι μόνο τη βοήθεια που παρέχεται εκεί, στα 115 εκατομμύρια έχουν φτάσει οι παροχές από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Πολιτικής Προστασίας (ECHO) - επικεφαλής της οποίας ήταν μέχρι χθες (30/11) ο Κύπριος επίτροπος Χρήστος Στυλιανίδης, αλλά και την ίδια την κατάσταση.
Είναι μία από εκείνες τις εμπειρίες που όταν γυρίσεις καταλαβαίνεις ότι αντιστοιχούν σε μήνες. Τέτοια είναι η αξία τους. Μια χώρα με τεράστιες αντιθέσεις, με φτώχεια ασύλληπτη, με πλούτο επίσης και με μεγάλη ανάπτυξη, αλλά και με μια μεσαία τάξη - υπάρχει και αυτή.
Ξεκίνησα το ταξίδι από το Μακάτι, το Μανχάταν ας το πούμε της Μανίλας με τους ουρανοξύστες και τα malls, βρέθηκα στο Μιντανάο και τους καταυλισμούς των προσφύγων από τις συγκρούσεις δεκαετιών και από εκεί πίσω στη Μανίλα με το χάος της. Στις παραγκουπόλεις της, στις φτωχογειτονιές της, με τους πιο φτωχούς ανθρώπους που έχω συναντήσει. Ούτε στις φαβέλες του Ρίο, ούτε στις φτωχογειτονιές της Μπογκοτά, ούτε καν στο παλιό Δελχί ή τις ξεχασμένες συνοικίες του Χανόι δεν συνάντησα τέτοια φτώχεια. Σε καμία όμως χώρα από τις εβδομήντα κοντά που επισκέφθηκα δεν είδα τόση ευγένεια –και τόση στωικότητα– στους ανθρώπους όσο σε κάθε γωνιά των Φιλιππινών.
Πίσω όμως στην οδό Μακαλιλάι. Ας το πάρουμε από εκεί που ξεκινήσαμε. Εκεί, στον ροζ τοίχο. Τι να ήταν άραγε το δωμάτιο; Τι να σκέφτονταν οι ιδιοκτήτες του όταν το έβαφαν σ’ αυτό το τραγικά εύθυμο πια χρώμα; Πώς θα μπορούσε να τους περάσει ποτέ από το μυαλό ότι κάποτε θα ερχόταν αυτό που έβλεπα εγώ σήμερα; Και αλήθεια, γιατί να μπορώ να το δω εγώ ενώ εκείνοι δεν μπορούν καν να πλησιάσουν πια;
Δεν θα σας το κρύψω. Ως άνθρωπος, που οι πρώτες μου μνήμες είναι από την Κύπρο, τη δεκαετία του ’70, δεν μπορούσα να μην κάνω τους παραλληλισμούς. Με αυτά που βλέπουν άλλοι όμως εμείς δεν μπορούμε να δούμε, αλλά και με τα αντίσκηνα, τους πρόσφυγες, τα ξυπόλυτα παιδιά που κάποτε ήταν το δικό μας περιβάλλον, οι δικοί μας φίλοι, εμείς.
«Να μην στέκεστε!...»Η στρατιωτική συνοδεία που θα μας έδειχνε την απροσπέλαστη πόλη ήρθε - αν και κάπως αργοπορημένα. Ήταν κάτι που οι συνοδοί μας κατάφεραν να διευθετήσουν την τελευταία στιγμή. Ο διοικητής έπρεπε να πάει στη Μανίλα, άλλοι δίσταζαν να αναλάβουν κάτι τέτοιο αλλά τελικά το έκαναν. Στις Φιλιππίνες έχουν ένα θέμα με τον επισκέπτη. Νιώθουν την ανάγκη να του δώσουν ό,τι χρειάζεται. Στα στενοσόκακα μιας φτωχογειτονιάς όπου περιμέναμε κάποιον για να μιλήσουμε –μερικές μέρες μετά– τα παιδιά θα έβγαιναν και θα μας έφερναν το σκαμνί τους. Ένα είχαν. Να μην στέκεστε, μας έλεγαν. Και κάθονταν δίπλα μας, χάμω.
Αποφάσισα να σας τα πω όλα μαζί. Με εικόνες, με ιστορίες που θα μπλέκονται –όπως πιο πάνω– η μία στην άλλη. Με αισθήματα κυρίως, αλλά και προσπαθώντας να μεταφέρω όσο πιο πολύ μπορώ την ανθρωπιά η οποία μοιράζεται υπέροχα και απλόχερα σ’ αυτήν τη χώρα, ακόμα και την ώρα που οι άνθρωποι σου περιγράφουν πράγματα τα οποία δεν μπορείς να τα μεταφέρεις.
Γιατί; Διότι νομίζω πως όταν κάποιος δει τους ανθρώπους να είναι τόσο… άνθρωποι σε τέτοιες συνθήκες αντιλαμβάνεται πράγματα μοναδικά. Καταλαβαίνει την αληθινή σημασία του πλούτου, όταν σε μια παραγκούπολη ακούει τον έναν πάμφτωχο άνθρωπο να μιλά στον άλλον με το «σερ» και το «μάνταμ» και βλέπει τον κόσμο να χαμογελά παντού. Να σε χαιρετά όπου βρεθείς και να μην θέλει τίποτα από σένα.
Πόλη-φάντασμα με εικόνες… γνώριμεςΠίσω στο Μαράουι, το κομβόι του στρατού διέσχιζε τους χωματόδρομους πια της κατεστραμμένης πόλης, που τίποτα δεν είχε να ζηλέψει από την εικόνα του Χομς και των άλλων ισοπεδωμένων πόλεων της Συρίας. Αυτά αφήνει ο πόλεμος.
Μικρές στάσεις, μας είπαν, και κυρίως μην αγγίζετε τίποτα αν δεν μας ρωτήσετε. Πήγαμε στο μεγάλο τζαμί, το Ισλαμικό Κέντρο επί της ουσίας το οποίο κάποτε φιλοξενούσε το πιο φημισμένο παζάρι κοσμημάτων του νησιού και από εκεί στον καθεδρικό με τα αποκεφαλισμένα αγάλματα και τα χέρια στο άγαλμα του Χριστού από μια κούκλα καταστήματος τα οποία κάποιος είχε δέσει πρόχειρα, μαζί με ό,τι είχε απομείνει από το κεφάλι.
Και από εκεί στη λίμνη, θέρετρο άλλοτε, λίγο πιο κάτω.
Την πανέμορφη λίμνη, με το I Love Marawi, ατραξιόν - άλλοτε και σήμερα. Εκεί μεν, αλλά διάτρητο από τις σφαίρες. Η συνοδός μας, μουσουλμάνα πρόσφυγας του Μαράουι η οποία δουλεύει με την ανθρωπιστική οργάνωση Action Against Hunger, την οποία στηρίζει η ΕΕ, μου έδειχνε σε κάθε σημείο που περνούσαμε τι υπήρχε. Ακόμα και «δυτικές» καφετέριες, μην λέμε ονόματα. Αδύνατον να το φανταστείς σήμερα βέβαια.
«Εσείς δεν είστε αισιόδοξοι;»Εκεί στο I Love Marawi τόλμησα και τη ρώτησα: «Θες μια φωτογραφία;». Πριν καταλάβω, είχε σκαρφαλώσει κιόλας πάνω. Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο στις Φιλιππίνες από το να ζητήσεις από κάποιον να τον φωτογραφίσεις. Δεν ξέρω γιατί. Πόζαρε. Το μόνιμο πλατύ ζεστό χαμόγελο. Έκανε το σήμα της νίκης. Τη ρώτησα βέβαια, προς τι. Γέλασε. «Θα τα ξαναφτιάξουμε σιγά-σιγά», μου είπε. Το χαμόγελο εκεί. «Είστε πάντα τόσο αισιόδοξοι σε αυτήν τη χώρα;». Μου έφυγε. Έδειξε να ξαφνιάζεται. Γέλασε πάλι. «Ε… ναι!», είπε απορημένα. «Εσείς, στη δική σου χώρα, δεν είστε;».
«Ε, όχι…», απάντησα. Και γέλασα επίσης. Μάλλον αμήχανα όμως. Μάθημα πρώτο.
Οι πρόσφυγες από το Μαράουι χωρίζονται σε άτυχους και σε ακόμη πιο άτυχους. Οι τελευταίοι μένουν πια για να είμαι πιο ακριβής σε καλύβες εδώ και δύο χρόνια καλυμμένες συνήθως από σακούλες ρυζιού που παρέχεται ως βοήθεια. Μπροστά όμως οι άνθρωποι φτιάχνουν παρτέρια και φυτεύουν λουλούδια στις γλάστρες, όπως και στον πρώτο καταυλισμό που επισκεφθήκαμε. Θα σας το πω έτσι: Τόσο παραδεισένιο είναι το τριγύρω, τόσο όμορφο που αν σας έβαζα τη φωτογραφία από τον καταυλισμό και κάτω, τη θέα, θα έφτιαχνα εύκολα ένα ταξιδιωτικό.
«Το παιδί τι τρώει συνήθως;»Οι ντόπιοι μαζεύτηκαν σε ένα στέγαστρο που έφτιαξαν για να μας καλωσορίσουν. Οι άντρες λιγοστοί, ήταν η μέρα που μοίραζαν βοήθεια στην πόλη και ξεκίνησαν από νωρίς για να πάνε με τα πόδια. Απομακρύνθηκα λίγο από την ομάδα και έπιασα κουβέντα με ένα ζευγάρι. Όλοι μιλούν αγγλικά στις Φιλιππίνες, άλλωστε η χώρα βρισκόταν υπό την κατοχή των ΗΠΑ για σχεδόν μισό αιώνα. Πώς νιώθετε εδώ, τους ρώτησα. «Ξεχασμένοι», απάντησαν, και ήταν μια λέξη που θα άκουγα πολλές φορές στο νησί. Ενοχικά πάντα και με την εξήγηση ότι τουλάχιστον έχουν τα βασικά: πρώτα σχολείο για τα παιδιά –πάντα αυτό ήταν το πρώτο–, ένα πιάτο φαΐ και γιατρούς. Εθελοντές.
Καθώς τους μιλούσα, ένιωσα δίπλα μου τον μικρό της οικογενείας. Ήξερα πλέον. «Τι θες;», του είπα και γέλασα. «Φωτογραφία;». Φωτίστηκε. Πόζαρε. Πόζαραν όλοι. «Το παιδί τι τρώει συνήθως;» ρώτησα, ζητώντας να του το μεταφράσουν με την αφέλεια του «δυτικού». Ο μικρός με κοίταξε απορημένα. «… Φαΐ!», απάντησε. Και ο πατέρας μου εξήγησε πως το ίδιο είναι συνήθως. Ο μικρός δεν έχει άλλωστε, μου είπε, μνήμες από τη ζωή… πριν. «Ευτυχώς», μου είπε. «Έχουμε κάτι να φάμε!».
Το «πριν» πονάΓια το «πριν» οι άνθρωποι δεν μιλούν ευχάριστα. Άργησα να το καταλάβω και ένιωσα απαίσια όταν συνειδητοποίησα ότι τους κάνει να καταλαβαίνουν τι έχουν χάσει και πονούν ακόμη περισσότερο. Όταν πήγα στους λιγότερο άτυχους, αυτούς που πήραν ήδη ένα υποτυπώδες σπίτι χτισμένο με την ανθρωπιστική βοήθεια της ΕΕ για να ζήσουν (σπίτι = ένα τετράγωνο κτίσμα, με ένα δωμάτιο συν τουαλέτα όπου ζουν ενίοτε οικογένειες των έντεκα, όπως η λ.χ. Νουράισα με τον άντρα και τα εννιά της παιδιά –20, 19, 18, 16, 13, 12, 11, 10 και 8 ετών–), όταν λοιπόν πήγα εκεί πάσκιζα να βρω τρόπο να συνδέσω το πριν με το τώρα.
Στην κουβέντα ξανοίγονταν λίγο και σου έλεγαν ό,τι μπορούσαν και για το πριν.
t/sdcard/DCIM/100GOPRO/GOPR1048
Στο τώρα, μου είπε η Νουράισα, δεν θέλουν κάτι ιδιαίτερο πέρα από μια δουλειά, ό,τι να ‘ναι. «Και στολές!». «Τι στολές;», ρώτησα. Για τα μικρά που δεν μπορούν να πάνε σχολείο επειδή δεν έχουν χρήματα για να αγοράσουν στολή.
Δίπλα από τα σπίτια είδα κάτι σπαρμένα. Και δίπλα σ’ αυτά ένα σπίτι, κανονικό σπίτι. Αφελής και πάλι. «Είναι δικά σας;», ρωτάω για τα σπαρμένα. «Όχι!», απαντά. «Είναι του σπιτιού εκεί». Επιμένω. «Δεν παίρνετε και εσείς; Κάνα φρούτο; Τα παιδιά;» «Όχι» αποκρίνεται σαν να έκανα τη λάθος ερώτηση. «Δεν είναι δικά μας αυτά, γιατί να τα πάρουμε; Όταν μας δίνουν, ναι». «Σας δίνουν;» «Ναι. Μα έχουν κι αυτοί παιδιά να μεγαλώσουν».
To ISIS και ο ρατσισμόςΔεν είναι όλα αγγελικά πλασμένα βέβαια. Οι κίνδυνοι, μας έλεγαν και εκεί και αλλού, για τα παιδιά δεν είναι λίγοι. Τα αγόρια ειδικά τα προσέχουν, γιατί «αυτοί» προσπαθούν, λέει, ακόμα να τα παρασύρουν. «Αυτοί φταίνε για όλα», λένε συνήθως όταν μιλάνε για τους ισλαμιστές του ISIS και τους υπόλοιπους στα βουνά. Έφυγαν, λέει, πάλι μετά το κακό που έκαναν, αλλά έχουν δικούς τους που δουλεύουν και κάτω. Και δεν είναι μόνο αυτό. Σε έναν άλλο καταυλισμό όλοι συντηρούνται από τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλους ξένους οργανισμούς, μια κοπέλα η οποία μιλούσε υπέροχα αγγλικά και μας εξήγησε ότι είναι κοινωνιολόγος, όταν τη ρώτησα ποιο είναι το κυριότερο πρόβλημα που έχουν τα παιδιά, μου απάντησε πως πέρα από τα αυτονόητα –τον κίνδυνο της παραβατικότητας σε όλες της τις μορφές– είναι και ο ρατσισμός. Σάστισα.
«Δουλέψαμε πολύ», μου εξήγησε, «για να εξηγήσουμε στα παιδιά του σχολείου εδώ ότι δεν πρέπει να τα φωνάζουν διάφορες λέξεις…». «Μα είναι η ίδια πόλη», της είπα, «και είναι κι αυτά φτωχά παιδιά, δεν είναι;» Χαμογέλασε. «Άλλο η φτώχεια κι άλλο η μεγαλύτερη φτώχεια», μου είπε. «Όσο πιο φτωχός είναι κανείς… Αλλά ευτυχώς τώρα πάμε καλύτερα».
Στο αεροδρόμιο του Cagayan de Oro, περιμένοντας το αεροπλάνο για τη Μανίλα, ταξινομώ τις σημειώσεις. Ανοίγω μια σελίδα και πέφτω στο εξής: «Σεισμός 6,7 (29/10/19)». Και πιο κάτω «22 τυφώνες τον χρόνο… στις Φιλιππίνες και κυκλώνες… και super typhoons πλέον. Αμέτρητες οι πλημμύρες την εποχή των μουσώνων παντού». Από την ενημέρωση στην πρεσβεία της ΕΕ όταν φτάσαμε.
Πού βρίσκουν το κουράγιο να χαμογελούν κιόλας, σκέφτομαι. Και μετά το απαντώ: Εδώ ακριβώς το βρίσκουν. Στη ζωή που τους δοκιμάζει. Στ’ αλήθεια όμως τους δοκιμάζει, αν εξηγώ καλά τι θέλω να πω. Και στη χαρά που του δίνει ένα σκισμένο ελαστικό ποδηλάτου και ένα ραβδί με το οποίο έπαιζαν 6-7 παιδιά όση ώρα ήμασταν σε έναν από τους καταυλισμούς.
Την επομένη, δε, θα μάθαινα πολύ περισσότερα σε δύο παραγκουπόλεις της Μανίλας. Με τους ανθρώπους να διψούν να μάθουν πώς μπορούν να αρχίσουν κάτι στη ζωή τους, ό,τι κι αν είναι αυτό. Η μυρωδιά από το καυσαέριο και τα καμένα σκουπίδια δεν μπορεί να σβήσει τα χαμόγελα, που μάλλον εμείς ξεχάσαμε πώς σχηματίζονται.
Για το δεύτερο μέρος, κάντε κλικ στο λινκ πιο κάτω.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.