Ποινή φυλάκισης 16 χρόνων επέβαλε σήμερα το Κακουργιοδικείο στη Λάρνακα στον απαγωγέα των δύο μαθητών στη Λάρνακα
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας – Αμμοχώστου επέβαλε σήμερα διαδοχικές ποινές φυλάκισης 16 χρόνων στον Γ.Ν., 35 χρονών, από τη Λάρνακα, ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή σε δύο κατηγορίες που αφορούν περιαγωγή σε νάρκωση με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και άλλες δύο κατηγορίες που αφορούν την απαγωγή δύο ανήλικων παιδιών με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό τους.
Τα αδικήματα διαπράχθηκαν το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου 2018, όταν ο 35χρονος απήγαγε τους δύο μαθητές από την αυλή του σχολείου τους, στο Δημοτικό Σχολείο Καμάρων στη Λάρνακα.
Η επιβολή ποινής από το Κακουργιοδικείο, έγινε κεκλεισμένων των θυρών.
Το αποτελούμενο από πέντε σελίδες ανακοινωθέν του Δικαστηρίου αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ενοχή σε δύο κατηγορίες που αφορούν περιαγωγή σε νάρκωση με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή την απαγωγή δύο ανήλικων παιδιών με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό τους, χορήγησε σε αυτούς φαρμακευτική ουσία που ήταν ικανή να τους ναρκώσει.
Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε επίσης δύο κατηγορίες που αφορούν απαγωγή προσώπου με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό του.
Στον 35χρονο επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 και 4 χρόνων στην κάθε μια κατηγορία για το κάθε παιδί. Το σύνολο των ποινών που επιβλήθηκαν ανέρχεται στα 16 χρόνια.
Στο ανακοινωθέν του το Κακουργιοδικείο αναφέρει ότι το αδίκημα της περιαγωγής σε νάρκωση επισύρει ποινή δια βίου φυλάκισης ενώ της απαγωγής η ποινή είναι φυλάκιση επτά ετών.
Στο ανακοινωθέν που δόθηκε στους δημοσιογράφους, το Δικαστήριο αναφέρει ότι παρά την έρευνα του, δεν έχει «διαπιστώσει κάποια παρόμοια υπόθεση απαγωγής και περιαγωγής σε νάρκωση στα κυπριακά νομολογιακά χρονικά και αυτό από την άποψη του τρόπου αλλά και του σκοπού που έγιναν οι απαγωγές των δύο ανήλικων παιδιών, που όπως αναφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ήταν η απαίτηση λύτρων ύψους 30 χιλιάδων ευρώ. Σχετικές είναι οι χειρόγραφες σημειώσεις του κατηγορούμενου που κατατέθηκαν, στα πλαίσια του μετριασμού της ποινής. Χωρίς δισταγμό θα χαρακτηρίζαμε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως πρωτοφανή στα κυπριακά χρονικά, χωρίς νομολογιακό προηγούμενο που θα μπορούσε να αποτελέσει καθοδήγηση αναφορικά με το ύψος της ποινής».
Κατά την κρίση μας, προστίθεται στο ανακοινωθέν, «στα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά έχουν εκτεθεί, προκύπτουν σωρευτικά και συντρέχουν πολλαπλοί και εξαιρετικά σοβαροί επιβαρυντικοί παράγοντες που κατατάσσουν τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος ως ιδιαιτέρως ειδεχθή αλλά και εξωφρενικά, με την έννοια του ύπουλου τρόπου δράσης του, κατατασσόμενα ως έγκλημα σε βάρος δύο ανήλικων παιδιών».
Αναφέρεται ακόμα ότι σειρά γεγονότων όπως αναφέρθηκαν «αναδεικνύουν τον πολύ καλό σχεδιασμό και προμελέτη του όλου εγχειρήματος εκ μέρους του κατηγορούμενου, αλλά και κάθε πτυχής και λεπτομέρειας για τις άνομες ενέργειες και πράξεις που σχεδίαζε να κάνει και τελικά έκαμε, τόσο πριν την απαγωγή όσο και μετά από αυτήν. Για όλες τις ενέργειες του κατηγορούμενου, απαιτείτο, ωμή, ώριμη, καθαρή και εγκληματική σκέψη για τη σύλληψη, προετοιμασία, οργάνωση και εκτέλεση του άνομου σχεδίου του».
Το Δικαστήριο στο ανακοινωθέν του ανέφερε επίσης ότι δεν συμφωνεί και δεν αποδέχεται πως «επρόκειτο για μια πράξη υπό το καθεστώς της λήψης του φαρμάκου. Όλα όσα σκέφτηκε, οργάνωσε και έπραξε ο κατηγορούμενος απαιτούσαν καθαρότητα σκέψης, προγραμματισμό αλλά και σύνθεση και αξιολογική ανάλυση διαφόρων στοιχείων και δεδομένων. Δεν επρόκειτο ούτε για μια επιπόλαιη ενέργεια, ούτε και για ένα έγκλημα καθοδηγούμενο υπό την επήρεια φαρμάκων» αφού «σύμφωνα με τα γεγονότα, παραδέχθηκε ότι σχεδίασε το έγκλημα μερικές μέρες πριν».
Προστίθεται ακόμα ότι «οι ενέργειες του κατηγορούμενου, σωρευτικά αντικριζόμενες συνιστούν το κάδρο μιας απαίσιας, βδελυρής και αποτρόπαιας εγκληματικής συμπεριφοράς. Οσο και αν είναι δύσκολο να διαχωριστούν οι πράξεις του και να καταταχθούν μεμονωμένα, η κάθε μία από άποψη σοβαρότητας, κρίνουμε ότι άκρως επιβαρυντικό αποτελεί το γεγονός ότι χορήγησε με ανέλεγκτο και εξαιρετικά επικίνδυνο για παιδιά στην ηλικία των θυμάτων του, φαρμακευτικό σκεύασμα που επιφέρει βαριές και έντονες αντιδράσεις, όπως η νάρκωση, ενώ υπερδοσολογία σε άτομα πέραν των 18 ετών μπορεί να επιφέρει κώμα, ακόμα και θάνατο. Η επικινδυνότητα χορήγησης του φαρμάκου συνίστατο και στην περίπτωση δυνητικής εισρόφησης, με κίνδυνο τα εμέσματα να διοχετευτούν στους πνεύμονες», σημειώνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου.
Αναφορικά με την νάρκωση των παιδιών και όσα επακόλουθα προέκυψαν από αυτήν, το Κακουργιοδικείο αναφέρει ότι κατά την κρίση του «συνιστά ακραίο μέτρο εξευτελισμού και ταπείνωσης του χειρότερου είδους που μπορεί να προκύψει σε κάθε άνθρωπο, πόσο μάλλον σε μικρά ανήλικα παιδιά. Εκ των πραγμάτων είναι αναπόδραστο ότι είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια που θα εξεταστεί η συμπεριφορά του κατηγορουμένου ως προς τον ποινικό κολασμό του, αφού εκ των γεγονότων είναι δεδομένο ότι επρόκειτο για μια ενιαία συμπεριφορά εκ μέρους του και η περιαγωγή σε νάρκωση ήταν τελικά το μέσο διευκόλυνσης και επίτευξης του άνομου σκοπού του».
Το Δικαστήριο αναφέρει επίσης πως ένας ακόμα παράγοντας που συνυπολογίζεται και προσμετρά στην επιμέτρηση της ποινής είναι και ο χρόνος κράτησης και περιορισμού των παιδιών, σημειώνοντας ότι «ο χρόνος των επτά ωρών, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μικρή περίοδος κράτησης, τόσο από την άποψη της αγωνίας των γονέων των παιδιών, όσο και ως χρόνος που βρίσκονταν τα παιδιά σε νάρκωση. Ειδικά ο χρόνος που τα παιδιά βρίσκονταν σε κατάσταση νάρκωσης, αποτελεί» κατά την κρίση του Κακουργιοδικείου «ακόμα ένα ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο και παράγοντα. Η νάρκωση αυτή καθ’ εαυτή στα παιδιά αποτελεί μορφή βίας, κακομεταχείρισης αλλά και βασανιστηρίου».
Σημειώνεται ακόμα ότι το γεγονός πως ο κατηγορούμενος «δεν ζήτησε ή δεν πρόλαβε να απαιτήσει λύτρα, καθόλου δεν μετριάζει τα πράγματα, αφού έθεσε τα παιδιά υπό νάρκωση και σε κατάσταση ομηρίας, ώστε με αυτό τον τρόπο να καταφέρει να πετύχει τον έκνομο σκοπό του που ήταν η απαίτηση λύτρων. Τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος ήταν ιδιαιτέρως βάναυσα και έκνομα και κοινωνικώς τελείως απαράδεκτα και καταδικαστέα. Συνοπτικά, με δόλο και προσχεδιασμένο τρόπο απήγαγε από το σχολείο τους δύο μικρά ανήλικα παιδιά, τα έθεσε υπό περιορισμό και νάρκωση με απώτερο σκοπό να ζητήσει λύτρα».
Το Δικαστήριο κατέγραψε ακόμα στην απόφαση του ως «ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι πράξεις του κατηγορουμένου συντάραξαν και σόκαραν ολόκληρη την κοινωνία. Αφύπνισε όλους τους πολίτες, τα ΜΜΕ και όλες τις αρμόδιες αρχές, η βοήθεια δε των πολιτών, όπως κατέδειξαν τα γεγονότα, ήταν εξαιρετικά πολύτιμη στην όσο το δυνατόν έγκαιρη εξιχνίαση της υπόθεσης. Αδικήματα αυτής της φύσης προκαλούν ισχυρά ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση, διαβρώνουν το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη και κλονίζουν σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού στους θεσμούς της δημόσιας ασφάλειας» τονίζεται.
Αναφέρεται ακόμα ότι τα Δικαστήρια κατά την επιβολή ποινής «θα πρέπει να είναι προσεκτικά ώστε να μην εξουδετερώνουν τα στοιχεία εκείνα που σχετίζονται με τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας. Η άμεση αναχαίτιση τέτοιας μορφής αδικημάτων μέσα από την επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, είναι αναπόδραστη και επιβεβλημένη».
Η παρούσα υπόθεση, προστίθεται «είναι από τις πρώτες, αν όχι και η πρώτη στο είδος της που παρουσιάζεται ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων. Η ποινή πρέπει να εκφράζει την δημόσια απαρέσκεια για το εκδικαζόμενο αδίκημα από την οργανωμένη κοινωνία, που εκφραστικό της όργανο είναι το Δικαστήριο».
Στο ανακοινωθέν του το Κακουργιοδικείο Λάρνακας – Αμμοχώστου σημειώνει επίσης ότι «συνεκτιμήσαμε το πρωτοφανές της εγκληματικής δράσης και συμπεριφοράς του κατηγορουμένου σε βάρος δύο μικρών και αθώων παιδιών που προσέτρεξαν να τον βοηθήσουν, προφασιζόμενος ότι ήταν δάσκαλος και κατέληξαν τελικά υπό απαγωγή και άδικο και κρυφό περιορισμό και σε κατάσταση ομηρίας, ναρκωμένα επί επτά ώρες στο δωμάτιο ενός διαμερίσματος με σκοπό την αναζήτηση λύτρων. Οι σωματικοί κίνδυνοι που διέτρεξαν, λόγω της χορήγησης ναρκωτικού εκ μέρους του κατηγορουμένου, ήταν άμεσα προφανείς, ορατοί και ενδεχόμενοι, μη αποκλειόμενης και της απώλειας της ζωής τους».
Προστίθεται επίσης ότι «τα ψυχολογικά τραύματα που άφησε η εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου, τόσο στα παιδιά όσο και στις οικογένειες τους, έχουν αρκούντως περιγραφεί. Οι ενέργειες του συντάραξαν και σόκαραν ολόκληρη την κοινωνία που κατελήφθη με αισθήματα φόβου, άγχους και ανασφάλειας. Η ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί θα πρέπει να είναι ανάλογη του βάρους των πράξεων του κατηγορουμένου και των επί μέρους κατηγοριών που αντιμετωπίζει αλλά και των πολλαπλών επιπτώσεων που επέφεραν αυτές στα θύματα του, τις οικογένειες τους αλλά και στην κοινωνία γενικά».
Το Κακουργιοδικείο στο γραπτό ανακοινωθέν του σημειώνει ακόμα πως από τη νομολογία που παρατέθηκε «προκύπτει ότι έστω και αν η συμπεριφορά και η πράξη του κατηγορουμένου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ενιαία, επενεργούν και λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες και παράμετροι, μεταξύ αυτών, πρωτεύοντα ρόλο έχει αν η συμπεριφορά εκείνη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ενιαία, προκαλεί απέχθεια, φρίκη και αποστροφή και περιλαμβάνει πέραν του ενός θύματα, αφού το κάθε θύμα αποτελεί ξεχωριστή ανθρώπινη οντότητα με τη δική του προσωπικότητα».
Ο αριθμός των θυμάτων ενός δράστη, καταλήγει το ανακοινωθέν του Δικαστηρίου «δεν μπορούν να καταταχθούν ως μέρος μιας ενιαίας συμπεριφοράς, αφού ο επηρεασμός του κάθε θύματος αλλά και της οικογένειας του, αυξάνει το εύρος αλλά και το βάρος των αποτελεσμάτων της εγκληματικής του δράσης. Χωρίς αυτό να σημαίνει» τονίζεται πως «η ποινή μετατρέπεται σε μια άκαμπτη μαθηματική πράξη, αφού η κάθε απόφαση κρίνεται στα δικά της ιδιαίτερα γεγονότα και περιστατικά και στο βαθμό που αυτά είναι αποτρόπαια και αποκρουστικά».
Μετά την ανάγνωση της απόφασης της ποινής του ο κατηγορούμενος μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές.
ΚΥΠΕ/Φανίτσα Ζαννέττου
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.