Συχνά-πυκνά ακούμε για τους «εξωγενείς παράγοντες» που επηρεάζουν την πορεία της οικονομίας μας. Όμως, πέραν κάποιων γενικόλογων αναφορών στα όσα επισυμβαίνουν μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και κατ' επέκταση Ρωσίας και Δύσης, στον σχολιασμό της συμπεριφοράς της σημερινής διακυβέρνησης των ΗΠΑ στον εμπορικό τομέα, και στις κανονιστικές, ως επί το πλείστον, διεργασίες στο πλαίσιο της ΕΕ, δεν ακούμε κάτι πιο συγκεκριμένο και απτό. Και κυρίως δεν μας επεξηγείται, από τους αρμόδιους, ποιοι από όλους εκείνους τους «εξωγενείς παράγοντες» μας επηρεάζουν αρνητικά, αλλά και πώς μας επηρεάζουν συγκεκριμένα. Με άλλα λόγια, αναλωνόμαστε σε γενικολογίες και αοριστολογίες που τις τσουβαλιάζουμε αποκαλώντας τις «γεωπολιτικές συνθήκες» και μετά συνεχίζουμε να αναλύουμε τον μικρόκοσμό μας, που φαντάζει όλο και πιο «ξεχωριστός» αν όχι και αποκομμένος τελικά, όπως ίσως να μαρτυρούν οι επιδόσεις μας, τόσο από την ΕΕ όσο και από τη διεθνή οικονομική πραγματικότητα και τα όσα τη χαρακτηρίζουν σήμερα, τουλάχιστον με βάση τις πρόσφατες αναφορές και της επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ας θέσουμε, λοιπόν, κάποια συγκεκριμένα ερωτήματα για να δούμε αν μπορούμε να κατανοήσουμε αυτούς τους «εξωγενείς παράγοντες» και τους τρόπους που μας επηρεάζουν. Αρχίζοντας από τα γνωστά, δηλαδή την κατάσταση ασφαλείας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, πώς ακριβώς αντιλαμβανόμαστε ότι μας επηρέασε σε οικονομικό επίπεδο; Ποιες δουλειές «χάθηκαν» και ποιες δουλειές εξασφαλίσαμε λόγω του πολέμου;
Όντως η κατά συρροή εφαρμογή κυρώσεων από τη Δύση προς τη Ρωσία αποτέλεσε τον κύριο και βασικό λόγο που τερματίστηκε η αξιοποίηση της Κύπρου από εκείνα τα ρωσικά πολιτικοεπιχειρηματικά συμφέροντα που την αξιοποιούσαν πιο πριν ή μήπως αυτή ήταν η αφορμή και όχι η αιτία; Δηλαδή, θα μπορούσαμε να είχαμε συνεχίσει εκείνη τη συνεργασία ακόμα και χωρίς τις κυρώσεις και την πολιτική ρήξη που προκάλεσε ο πόλεμος; Ήταν ποτέ αμιγώς θετική η στάση του Κρεμλίνου απέναντι στην αξιοποίηση της Κύπρου για φορολογικά και άλλα πλεονεκτήματα από τα ολιγαρχικά επιχειρηματικά συμφέροντα της Ρωσίας ή μήπως και το Κρεμλίνο έψαχνε τρόπο να «μαζέψει» τους επιτήδειους ανάμεσά μας αλλά και ανάμεσα στους ολιγάρχες της χώρας; Αν δεχτούμε ότι όλοι ήταν υπέρ εκείνης της κατάστασης και αν η ρήξη με τη Δύση δεν συνέβαινε, θα μπορούσαμε να είχαμε συνεχίσει εκείνη τη σχέση, ακόμα και μετά την τελευταία οικονομική κρίση, καθώς θα στρέφαμε θεσμικά, όπως πράξαμε, την Κύπρο προς τη Δύση;
Αν, τώρα, πάμε στην άλλη πλευρά του κόσμου, και δη στις ΗΠΑ, μας επηρεάζει και πώς η εμπορική πολιτική Τραμπ; Επηρεάζει και πόσο τις εκατέρωθεν εμπορικές πράξεις; Αντίστοιχα, επηρεάζει ή όχι τις ροές επενδύσεων η στροφή μας προς τις ΗΠΑ και αν ναι πως; Αν όχι, γιατί; Αντίστοιχα, σε τουριστικό επίπεδο, και στον τομέα της ανάπτυξης ακινήτων πώς και πόσο μας επηρεάζει αυτή η αλλαγή παραδείγματος;
Ανάλογα ερωτήματα, προσαρμοσμένα στην κάθε ιδιαίτερη κατάσταση, τίθενται και για τις σχέσεις μας με την Κίνα, τον αραβικό κόσμο, το Ισραήλ, την Ινδία, τη Νότια Αμερική. Πώς και πόσο μας επηρέασαν οι κρίσεις, οι πόλεμοι, οι εξελίξεις γενικότερα μεταξύ των μεγάλων οικονομιών αλλά και των γειτονικών μας; Για την ΕΕ δεν χρειάζεται να πούμε οτιδήποτε συγκεκριμένο, αφού σε εκείνο το «τραπέζι» καθόμαστε και έχουμε λόγο και ρόλο και ξέρουμε τι και πώς για τη σχέση μας με έκαστο εταίρο μας, αν και θα μπορούσαμε να δούμε πιο λεπτομερώς το διμερές πλαίσιο με μια σειρά από χώρες-εταίρους μας και να καταλάβουμε, όχι τόσο την κατάσταση που υφίσταται, αλλά την προοπτική για ακόμα περισσότερη οικονομική συνεργασία που, δυστυχώς, δεν υφίσταται στον βαθμό που θα μπορούσε.
Όταν, λοιπόν, κάποιος αρμόδιος απαντήσει τα πιο πάνω ερωτήματα με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο, και όχι με τις γνωστές αφηρημένες τοποθετήσεις, ώστε να μάθουμε, επιτέλους, ποιοι είναι εκείνοι οι «εξωγενείς παράγοντες» που μας επηρεάζουν τότε θα ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλούμε. Εκτός και αν με τον όρο «εξωγενείς παράγοντες» αναφερόμαστε μόνο στα ζητήματα που προκύπτουν για το κόστος του πετρελαίου, από το οποίο εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά η εγχώρια παραγωγή ενέργειας, όπως και το κόστος κάποιων πρώτων υλών, όπως π.χ. του χάλυβα, που επηρεάζει την ανάπτυξη γης, από την οποία «ζούμε» εδώ στην Κύπρο.
Οπότε, αν δεν εννοούμε μόνο την ενέργεια και το «σίδερο», τότε ας προσδιοριστούν επιτέλους αυτοί οι «εξωγενείς παράγοντες» και μαζί τους καλό και χρήσιμο θα ήταν να προσδιορίσουμε και τον τρόπο με τον οποίο μας επηρεάζουν συγκεκριμένα. Όπως και τα όσα κάνουμε για να διαχειριζόμαστε τους κινδύνους που προκύπτουν από αυτούς, αφού όπως, φαίνεται, μια χαρά τα έχουμε καταφέρει και συνεχίζουμε να αναπτυσσόμαστε περισσότερο από τους περισσότερους εταίρους μας στην ΕΕ, έχοντας μάλιστα βρεθεί αντιμέτωποι με τόσο ισχυρούς «εξωγενείς παράγοντες» και μάλιστα «γεωπολιτικής διάστασης» (sic).